Τους πρωτοαντίκρισα εν δράσει το φθινόπωρο του 1988. Φοιτητές τότε, είχαμε πάει στον κινηματογράφο Οπερα, στην οδό Ακαδημίας, να παρακολουθήσουμε τον «Τελευταίο πειρασμό» του Σκορτσέζε βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη. Αίφνης, μόλις πριν ξεκινήσει η προβολή, ένα ασκέρι μπούκαρε στην αίθουσα, ψέλνοντας, βρίζοντας και λιβανίζοντας. Ανέμελοι τότε οι καιροί, θελγόμενοι εμείς λόγω ηλικίας από οτιδήποτε φανταχτερό και εναλλακτικό, το αντιμετωπίσαμε στην αρχή σαν χάπενινγκ. Να μην σας πω ότι για χαβαλέ τους χειροκροτήσαμε κιόλας. Πως ενώσαμε τις φωνές μας στο «Τη Υπερμάχω» που έκρωζαν υστερικά. Ωσπου δύο ρασοφόροι – παπάδες; καλόγεροι; ορθόδοξοι; σχισματικοί; – έβγαλαν μαχαίρια και έσκισαν την οθόνη. Τότε κάτι μέσα μας πάγωσε. Μια κληρονομημένη μνήμη ξύπνησε φρικαλέων εποχών, όταν τύποι σαν εκείνους έκαιγαν βιβλία, έσπαγαν εβραϊκές βιτρίνες. «Δεν βαριέσαι… Περιθωριακοί είναι, του γιατρού…» διασκεδάσαμε την ανησυχία μας. Τους ξαναείδα τον Ιούνιο του 2000, στη λαοσύναξη υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες. Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας κατάμεστη. Τα λάβαρά τους είχαν βυζαντινούς αετούς, τα πανό τους κακότεχνες ζωγραφιές του Κώστα Σημίτη ως βελζεβούλη. Τα συνθήματά τους κατήγγελλαν από τότε τη «Νέα Τάξη Πραγμάτων», αναφέρονταν στα τσιπάκια με τα οποία θα μας ήλεγχε – λέει – το κράτος. Περπάτησα από περιέργεια ανάμεσά τους. Μου έκανε εντύπωση ότι πλάι στους καταφανώς σαλεμένους υπήρχαν και κανονικοί άνθρωποι, της διπλανής πόρτας. Μεσόκοπες κυρίες με εμπριμέ φουστάνια, μπαμπάδες με νήπια, έφηβοι που εκ πρώτης όψεως δεν έμοιαζαν του κατηχητικού. Απ’ τον μικρόκοσμό τους δεν τους είχε βγάλει επί δεκαετίες, δεν τους είχε ευαισθητοποιήσει, κανένα πολιτικό ή ανθρωπιστικό έστω ζήτημα. Τα κατάφερε το «Θηρίο» της Αποκάλυψης. Το «666».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ