Πιτσιρικάς πρόλαβα αφίσες του Βοσκόπουλου σε συνεργεία αυτοκινήτων και στα σφαιριστήρια. Τον έβλεπα να κρέμεται στο περίπτερο, εξώφυλλο στο «Ρομάντσο» και στο «Φαντάζιο», αλλά δεν νομίζω να τον είδα και στον «Ταχυδρόμο» που αγόραζε η μάνα μου. Θυμάμαι να κάνει κόντρες στα τζουκ μποξ με τον Στράτο και τον Στέλιο για το ποιος έχει περισσότερα καρτελάκια με τίτλους τραγουδιών. Και φορτωμένος πάνω σε καρότσια με πειρατικές κασέτες να δίνει μεροκάματο στους Ρομά έξω από το γήπεδο στην Τούμπα. Να βγαίνει βραχνός μέσα από τρανζιστοράκι. Και να πετιέται φάλτσος, κακοποιημένος, από το στόμα του νεαρού άνδρα που έσκυβε για να υπολογίσει τη στεκιά, κάνοντας το πακέτο με τα Marlboro να προεξέχει από την πίσω τσέπη του τζιν. Αυτό, νομίζω, ήταν ένα από τα συστατικά της απήχησής του. Πολλοί άνδρες νόμιζαν ότι μπορούσαν να τραγουδήσουν σαν τον Βοσκόπουλο ή έστω να μιμηθούν την ένρινη χροιά της φωνής. Κανένας δεν τραγουδούσε προσπαθώντας να μιμηθεί Καζαντζίδη ή Διονυσίου. Με τον Βοσκόπουλο, όμως, το δοκίμαζε. Κατά μία εκδοχή και ο Πανταζής κάπως έτσι θα μπορούσε να ιδωθεί. Ως μια επίδοξη κόπια του Βοσκόπουλου, ραμμένη στο μέτρο και στην αισθητική της εποχής.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ