Ο τούρκος πρόεδρος δεν πήγε τελικά στην Αμμόχωστο. Δεν θέλησε να κόψει όλες τις γέφυρες ούτε να συγκρουστεί ανοιχτά με τους λίγους συμμάχους που του έχουν απομείνει. Αυτό δεν τον εμπόδισε όμως να προβεί στις προκλήσεις που είχε προαναγγείλει. Να ανακοινώσει δηλαδή το άνοιγμα ενός μικρού μέρους της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, παραβιάζοντας σαφή ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Nα μιλήσει ξανά για δύο κράτη στην Κύπρο, αψηφώντας την κατηγορηματική θέση όλων των μεγάλων δυνάμεων και όλων των διεθνών οργανισμών υπέρ μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Αλλά και να επιτεθεί τόσο στον Κυριάκο Μητσοτάκη, μιλώντας για «εχθρούς της Τουρκίας που σύρονται πίσω από τον έλληνα Πρωθυπουργό», όσο και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, κατηγορώντας την ότι λέει ψέματα.

Οι κινήσεις αυτές, και εκείνες που θα ακολουθήσουν, δημιουργούν νέα δεδομένα για τη Λευκωσία και την Αθήνα. Η κυβέρνηση Αναστασιάδη, που φαίνεται να προσγειώνεται απότομα καθώς μόλις πριν από έναν χρόνο μιλούσε για «πυροτεχνήματα», θα πρέπει να επιλέξει αν θα συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις από καθαρά μειονεκτική θέση ή θα θέσει ως όρο την άρση των μονομερών ενεργειών και τον σεβασμό της νομιμότητας, με κίνδυνο να περιθωριοποιηθεί. Η ελληνική κυβέρνηση, από την πλευρά της, θα πρέπει να αποφασίσει σε ποιον βαθμό οι αρνητικές εξελίξεις στην Κύπρο θα επηρεάσουν τις, δειλές έστω, προσπάθειες να αποκατασταθούν κάποια κανάλια επικοινωνίας με την Τουρκία.

Ενα είναι βέβαιο: η διπλωματία των καθυστερήσεων αποδεικνύεται όχι μόνο αντιπαραγωγική, αλλά και ζημιογόνα. Το περίφημο «στάτους κβο» δεν υπάρχει πια. Xρειάζονται λοιπόν μαχητικότητα, αποφασιστικότητα και ευελιξία.