«Την πολιτική ουδέποτε την έφερα σε οποιοδήποτε γήπεδο, ούτε πρόκειται ποτέ να το κάνω» ανέφερε σε χθεσινό του μήνυμα – μέσω Facebook – ο Βασίλης Τσιάρτας.
Θα μπορούσε, όμως, να πράξει το αντίστροφο. Να μεταφέρει δηλαδή τα ποδοσφαιρικά του ιδανικά στην πολιτική του ζωή. Ο ίδιος, άλλωστε, σημείωσε πως «το γήπεδο είναι ο ορισμός της ελευθερίας. Πεδίο υγιούς έκφρασης για όλους ανεξαιρέτως. Χωρίς διαχωρισμούς. Ποτέ δεν έδωσα πάσα προσμετρώντας τις πολιτικές και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ή το χρώμα των συμπαικτών μου. Ποτέ δεν πανηγύρισα αποκλείοντας από την ομαδική αγκαλιά τον οποιονδήποτε για οποιονδήποτε λόγο και αιτία. Στο ποδόσφαιρο πάντα μοιράζεσαι. Πάντα δέχεσαι. Αυτό έκανα ως ποδοσφαιριστής, αυτό θα κάνω και ως προπονητής. Εξασφαλίζοντας πως στο γήπεδο ΟΛΟΙ θα έχουν τις ίδιες ευκαιρίες, τον ίδιο χώρο, τα ίδια περιθώρια έκφρασης, χωρίς τίποτα άλλο, πέραν του ταλέντου, του χαρακτήρα, της δουλειάς και του σεβασμού που θα επιδεικνύουν, να καθορίζει την πορεία τους».
Το ερώτημα που εγείρεται βέβαια είναι εύλογο: Γιατί ο πολίτης Τσιάρτας ολίσθησε σε ακροδεξιά μηνύματα που έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με όλα όσα πρεσβεύει (καθ’ ομολογίαν του) η διαδρομή του ποδοσφαιριστή Βασίλη; Γιατί πρέπει να διαχωρίζονται ως δύο διαφορετικοί κόσμοι;
Ο Τσιάρτας προφανώς και ένιωσε την ανάγκη να προστατεύσει το όνομά του μετά τα πυρά που εξαπέλυσαν οι οπαδοί της ΑΕΚ, στερώντας του επί της ουσίας τη δυνατότητα να πάρει το χρίσμα του προπονητή στην ομάδα Β της Ενωσης. Εξ ου και η τοποθέτηση «…τα ιδανικά των ομάδων σφυρηλατούνται από την ιστορική τους διαδρομή και δεν υπαγορεύονται, ούτε ψευδεπίγραφα καπηλεύονται από μειοψηφίες, όσο θορυβώδεις και αν είναι».
Η επισήμανση ότι «το ποδόσφαιρο ήταν και είναι η ζωή μου, είναι αυτό που με προσδιορίζει ως άνθρωπο και ως χαρακτήρα» μπορεί άραγε να εκληφθεί ως διάθεση αυτοκριτικής; Γιατί τη χρειάζεται γενικότερα η κοινωνία μας την αυτοκριτική για να σκοράρει απέναντι σε όλες τις διακρίσεις.