Σιωπή και ταυτόχρονα οδύνη. Αυτά κυριαρχούσαν κάθε φορά που βρισκόμουν στο Μάτι και τον Νέο Βουτζά – καλοκαίρια και χειμώνες – μετά την 23η Ιουλίου 2018. Με έναν παράδοξο, όμως, τρόπο: η σιωπή ήταν πάντα εκκωφαντική, σχεδόν σε αποσυντόνιζε, και η οδύνη των ανθρώπων δεν εκφραζόταν με φωνές. Στη «σιωπή» υπήρξε και η εκατόμβη θυμάτων, μου έλεγαν οι επιζήσαντες, «χωρίς σειρήνες, μόνο με αγωνία». Σε αυτό το περιβάλλον ησυχίας και πόνου πρωτογνώρισα τους δύο οικισμούς. Με τη μυρωδιά του καμένου στα ρουθούνια για μήνες, την άσφαλτο πυρακτωμένη και με ένα απόκοσμο κατάμαυρο «χαλί» παντού. Ηταν αυτό που έκανε τα χρώματα σχεδόν να… φωσφορίζουν: την κόκκινη παπαρούνα που πεισματικά είχε φέρει την άνοιξη, το κίτρινο τζάκετ του εθελοντή, τα ασπρόρουχα στην μπουγάδα σπιτιού στην Αργυρά Ακτή, τα γκράφιτι των νέων, τα λευκά σημειώματα στις καγκελόπορτες ισοπεδωμένων κατοικιών. Το «είμαστε καλά» και το «δεν υπάρχουν αγνοούμενοι εδώ» που αρχικά έγραφαν στις εξώπορτες οι πυρόπληκτοι, αντικαταστάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου με πολλά άλλα. «Δεν μένουμε πια εδώ», «Για το κλειδί, ζητήστε την κυρία Μαρία απέναντι», έγραφαν. Στα τρία χρόνια επικοινωνίας με πυρόπληκτους, είδα αλληλεγγύη, προσφορά, αυτο-οργάνωση, διεκδικήσεις, πόνο που, ίσως, δεν παύει ποτέ. Είδα και την ανάγκη κάθε αρμόδιος να μην περιμένει «θόρυβο» – ούτε μια θλιβερή επέτειο – για να κινητοποιηθεί. Η ανάγκη αυτή παραμένει. Για τη δικαίωση. Για καινούργιες αναμνήσεις, λιγότερη σιωπή, νέα καλοκαίρια.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ