Ο πρώτος φίλος που έκανα στο νησί ήταν ο Κρίστιαν. Γνωριστήκαμε στις Μάντρες, το αφτεράδικο πάνω από τον γιαλό. Ηταν το καλοκαίρι που μια ονειρική εσάνς με χρώματα κεχριμπαρένια τύλιγε τον μέσα χώρο και έξω, στο ξέφωτο, τα νιάτα σαν ξωτικά πουλιά λικνίζονταν ξέφρενα, λουσμένα με κύκλους από φλούο φωτορυθμικά που έκαναν τη μαγεία της Ανάφης ανυπόφορα γοητευτική. Οι καλοκαιρινοί οδηγοί της εποχής δεν άφηναν πολλά περιθώρια, «Ανάφη θα πει ξημέρωμα στις Μάντρες». Πίσω από την μπάρα, η Εφη και ο Δημήτρης. Από τα ηχεία σαν κεραυνοί κι αστραπές οι κιθάρες του Κιθ τρέχουν με ορμή, ο Μικ τραγουδά για τη συμπάθεια στον διάβολο και ένα πλάσμα αρχίζει να στροβιλίζεται στην πίστα. Τα πολύχρωμα κρόσια του με υπνωτίζουν και μέσα σε δευτερόλεπτα περιστρέφομαι στην τροχιά του. Το χαμογελαστό του βλέμμα με καλωσορίζει συνωμοτικά σαν να μου γνέφει ότι για πάντα θα έχουμε τους Στόουνς. Από τότε και για όλα τα επόμενα καλοκαίρια τον συναντούσα παντού. Πρωί στη Χώρα να συνεννοείται με τους ντόπιους, εκείνος σε άπταιστα γερμανικά, εκείνοι σε άπταιστα αναφιώτικα. Απόγευμα στης Μαργαρίτας, στο τραπεζάκι από όπου αγνάντευε τα Φτενά, πίνοντας μπίρες και συζητώντας με τον Χέλμουτ, έναν γερμανό ταξιτζή, για τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα. Κι έπειτα, όταν το φεγγάρι ασήμωνε το κυκλαδίτικο τοπίο, χανόταν αθόρυβα στο τροχόσπιτο της οικογένειας Καλογεροπούλου για τη νυχτερινή ανάπαυση.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ