Το 1981 ο Μίκης Θεοδωράκης συναντάει για μία ακόμη φορά τον κορυφαίο ερμηνευτή της εποχής (εφτά χρόνια αργότερα θα τον εμπιστευτεί ως λαϊκό τραγουδιστή στη ζωντανή ηχογράφηση του «Αξιον εστί» στο Ηρώδειο). Μετά τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» (1974), σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, οι δυο τους συνεργάζονται στον δίσκο «Ραντάρ», που περιλαμβάνει πολιτικά και κοινωνικά τραγούδια, σε στίχους του Κώστα Τριπολίτη. Στη διφωνία της «Σύνοψης» σμίγουν δύο γενιές και, εν μέρει, δύο κόσμοι. Ο Μ. Θεοδωράκης κρατούσε εκεί τον ρόλο του πολύπειρου αφηγητή, ο οποίος «ξεναγούσε» τον Γιώργο Νταλάρα – και εμάς, τους νεότερους ακροατές – στις διαδρομές της πρόσφατης Ιστορίας. Οι στίχοι αντέχουν ακόμη με την τολμηρή υπονόμευση της μεταπολεμικής μυθολογίας: «Με κομπίνες και φτηνές βιοτεχνίες/ από το ’49 κι ως εδώ/ λογαριάζοντας συνθήκες κι ευκαιρίες/ και πληρώνοντας συντριπτικό δασμό». Η εποχή άλλαζε και μαζί της άλλαζαν τα μικροαστικά ήθη: «Τα υπάρχοντα σχεδόν κατεσχεμένα/ το δυάρι, το παλιό σου Ι.Χ./ είναι σήματα σαν κρυπτογραφημένα/ που σε μπάζουν σε μια αλλιώτικη εποχή».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ