Ακουσα τον ήχο και δεν χρειάστηκε καν να στρέψω το βλέμμα μου στον ουρανό. Τον αναγνώρισα. Θα τον αναγνώριζα όσα χρόνια κι αν έκανα να τον ακούσω, αν και η αλήθεια είναι πως τον ακούω, δυστυχώς, συχνά. Σαν να έχουμε ένα άτυπο καλοκαιρινό ραντεβού. Είναι εκεί όπου κι αν βρίσκομαι: είτε στο μπαλκόνι συντροφιά με τον υπολογιστή, είτε αραχτή στη θάλασσα με ένα καπέλο να μου κρύβει τον ήλιο. Με ακολουθεί πιστά. Μόνο που όταν τον ακούω δεν κρυφοχαμογελώ όπως όταν φτάνει στα αφτιά μου το τραγούδι των τζιτζικιών. Δεν εκνευρίζομαι όπως όταν με τριγυρίζει με τον σφύριγμά του ένα κουνούπι. Δεν μαζεύομαι όπως όταν ακούω μια σφήκα να πλησιάζει το γυάλινο μπουκάλι του αναψυκτικού. Νιώθω ένα σφύξιμο στο στομάχι. Η πρώτη σκέψη είναι «όχι πάλι» και η αμέσως επόμενη «άραγε πού;». Είναι εκείνη η ενστικτώδης αντίδραση που την έχω αποκτήσει από παιδί. Από εκείνα τα μεσημέρια που αυτός ο ίδιος ήχος τάραζε την ησυχία της σιέστας των μεγάλων και με ωθούσε όλο περιέργεια στις γρύλιες του παντζουριού για να τα δω και να σφίξω με αγωνία πάνω μου το βιβλίο που διάβαζα. Από εκείνα τα απογεύματα που στο άκουσμά του διακόπτονταν με μιας οι φωνές και οι καυγάδες πάνω στο παιχνίδι. Από εκείνα τα βράδια που σταματούσε πλέον να ακούγεται κι αντί για ανακούφιση η αγωνία κορυφωνόταν, με τις μαμάδες να ετοιμάζουν άρον άρον ένα σακίδιο για «παν ενδεχόμενο».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ