Δεν στάθηκε δύσκολο να πηδήξω τον φράχτη. Ο σκύλος τους, που σε άλλη περίπτωση θα με είχε κάνει κομφετί, έλειπε κι αυτός διακοπές. Θα γύριζε με τον σύζυγο και την κόρη της Λόπης στο τέλος του Αυγούστου. Παρόλο που ήταν τέσσερις το πρωί, ίχνος δροσιάς δεν έσπαγε τον καύσωνα, ακόμη κι εδώ, στο Κεφαλάρι. Τα τζιτζίκια έσκουζαν. Η μπλούζα είχε κολλήσει στην πλάτη μου. Στάθηκα για λίγο καταμεσής του κήπου, που με τα φερ φορζέ έπιπλα έμοιαζε με σκηνικό ελληνικής ταινίας της δεκαετίας του ’60. Η Λόπη θα μπορούσε να είναι η Ελενα Ναθαναήλ. Αυτό είχα σκεφτεί όταν την είχα πρωτοδεί εδώ, σε αυτόν τον κήπο, καθισμένη σ’ ετούτη ακριβώς την καρέκλα που τη μεταλλική της πλάτη ακουμπώ τώρα φευγαλέα με το χέρι μου σαν να καλοπιάνω ένα φάντασμα. Πρέπει να βιαστώ, όμως τα βήματά μου μοιάζουν με αυτά ενός αστροναύτη. Αιωρούμαι, απρόσκλητος εισβολέας, στον πλανήτη της πρώην ερωμένης μου. Οι κινήσεις μου έχουν στερηθεί τη βαρύτητα της πραγματικότητας. Αλλωστε, αυτό που ετοιμάζομαι να επιχειρήσω διεκδικεί τη φασματική υφή ενός ονείρου. Θέλω να επανέλθω στην αφετηρία. Τότε που όλα έμοιαζαν πιθανά. Θέλω με ανάποδους βηματισμούς να τερματίσω στη γραμμή εκκίνησης. Μόνο σε αυτόν τον εδεμικό κήπο μπορώ να αντιστρέψω τον χρόνο και να τον ακινητοποιήσω πριν τη κλωτσιά που με έδιωξε από αυτόν. Κάθομαι στην καρέκλα, που όμως της λείπει, τώρα το παρατηρώ, το λουλουδένιο μαξιλάρι -ο κήπος έχει χάσει πολλά από τα ευώδη, απαλά του άνθη- και νιώθω να με τσιμπούν μεταλλικές φιδίσιες γλώσσες. Το δηλητήριο των αναμνήσεων χύνεται αργά, γλυκά στις φλέβες μου. Βλέπω την πρώτη μας συνάντηση: τη Λόπη να προτείνει στην ομήγυρη -εγώ εξασκούσα μέχρι εκείνη τη στιγμή το ταλέντο μου να είμαι αόρατος- να παίξουμε τα «Κινέζικα Πορτρέτα». Ηταν όπως και τώρα Αύγουστος κι ο άντρας της μαζί με τη δεκαπεντάχρονη Μυρτώ έλειπαν στο χωριό του. Εκείνη είχε μαζέψει όσους είχαν ξεμείνει στην πόλη και τους διασκέδαζε με πολύχρωμα κοκτέιλ και ομαδικά παιχνίδια. Τα ομαδικά παιχνίδια μπορούν να με στείλουν στον ψυχίατρο με βαριά κατάθλιψη, όμως το αλκοόλ μού είχε αφαιρέσει το σθένος να αντισταθώ κι έτσι υπέκυψα στην ανοησία των κανόνων: η μια ομάδα ορίζει κρυφά ένα μέλος της και οι αντίπαλοι κάνουν ερωτήσεις ώσπου να ανακαλύψουν την ταυτότητά του. Στράγγιξα το αμφιβόλου χρώματος κοκτέιλ μου. «Αν ήταν ζώο, τι ζώο θα ήταν;». Είχε κληρωθεί ως κρυφό πρόσωπο η αφεντιά μου. Η Στέλλα, η φίλη μου -αυτή με είχε σύρει εδώ- είπε πως θα ήμουν πίθηκος. Συμφώνησα. Η Λόπη είπε «αντιλόπη». Ηθελε μάλλον να θολώσει τα νερά. Λόπη, αντιλόπη. Να φανταστούν οι αντίπαλοι πως πρόκειται για κείνην. Ακολούθησαν κι άλλες βλακώδεις ερωτήσεις. Πριν αποφανθούν, έκαναν μια ακόμη: «Αν ήταν μήνας, ποιος μήνας θα ήταν;». «Ο Κουτσοφλέβαρος» είπε προκλητικά η Στέλλα. Ημασταν στα τελευταία μας και μόνο η κεκτημένη ταχύτητα της σχέσης και η αδράνεια του Αυγούστου μάς κρατούσαν ακόμη ενωμένους. «Αύγουστος» είπα εγώ χωρίς να το πολυπιστεύω. «Αύγουστος στην πόλη» πρόσθεσε η Λόπη και κάρφωσα το βλέμμα μου στα μάτια της. Πώς το είχε καταλάβει; Ημουν ακριβώς αυτό: Αύγουστος στην πόλη. Οι δρόμοι μου ήταν έρημοι κι άχνιζαν ζέστη. Οσοι με κατοικούσαν, είχαν φύγει τρέχοντας για πιο δροσερές εκδοχές της ύπαρξης. Οσοι είχαν μείνει, είτε περίμεναν να φύγουν, είτε ήταν κι αυτοί λοξοί, κι η λόξα, όπως ξέρουμε, δεν κάνει διακοπές, δεν πάει στα βουνά, ούτε και στις Κυκλάδες. Βέβαια υπήρχε κι η Λόπη που δεν ανήκε σε καμιά από τις παραπάνω προσφιλείς κατηγορίες. Ηταν ποιήτρια. Εμενε πάντα τον Αύγουστο στην πόλη για να γράψει. Ο άντρας της έπαιρνε την κορούλα τους και το λυκόσκυλο κι έφευγαν αφήνοντας ελεύθερο τον χώρο να την επισκεφτεί η Μούσα. Εκτός από τη Μούσα, άρχισα να την επισκέπτομαι κι εγώ. Για τρία ολόκληρα χρόνια ο Αύγουστος έγινε ο εκλεκτός μας μήνας. Τριγυρίζαμε σε άγνωστες γειτονιές, καθόμασταν σε παρακμιακά καφενεία, πηγαίναμε βράδυ στον Σχινιά, με τα σκοτεινά συνεστραμμένα δέντρα να παρακολουθούν τα χάδια μας. Στον γυρισμό, όσο οδηγούσα, είχε το χέρι πάντα στον μηρό μου. Το σκέπαζα με την παλάμη μου κι άλλαζα ταχύτητες με το αριστερό, αφήνοντας το τιμόνι. Στο σπίτι της δεν πλαγιάζαμε ποτέ. Μόνο στο δικό μου. Κάναμε έρωτα κι έφευγε. Ούτε μια νύχτα ολόκληρη δεν κοιμηθήκαμε μαζί. Πάντα τη γύριζα αξημέρωτα πίσω, στο σπίτι της στο Κεφαλάρι. Ηταν ένας κανόνας που μισούσα κι είχα αναπτύξει μια παράξενη ζήλεια για ετούτο το σπίτι, λες και ήταν εκείνο που στεκόταν εμπόδιο στον έρωτά μας, κι όχι ο σύζυγος και το παιδί, η οικογένεια που δεν μπορούσε ούτε κατά διάνοια να αφήσει η ερωμένη μου. Κι είχα αρχίσει να απεχθάνομαι και την ώρα που αναγκαζόμουν να την επιστρέψω. Τέσσερις το πρωί. Είναι μάλιστα και τίτλος ποιήματος. Η Λόπη μού το έμαθε.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ