Αφήνω τ’ Αλάτσατα, δίνω, παίρνω, βγαίνω Γκιούλμπαξε μεριά. Κινάω τη στράτα, με βγάζει στο νερό. Απ’ το πρωί είχα άχτι μεγάλο, λιβακώθηκα. Το πιο πολύ μ’ έφταιγε ο Λιάγκας π’ όλο με μάλωνε: «Παλιόγυφτε, το μυαλό σου εσένα μονάχα στο κλαρίνο!» Στην αρχή το πέρασα που ‘θελα να λέω κι εγώ τραγούδια, μετά κατάλαβα, έλεγε για τ’ άλλο, αυτό μες στα σκέλια. Σαν με έβλεπε κομμάτι ζαβλακωμένο, νόμιζε – τι – νόμιζε, μ’ αρχίναγε στις κατραπακιές. Το ίδιο γίνηκε κι αποβραδίς. Πήραμε παραγγελιά για το πανηγύρι της Αγια-Σωτήρας, η κομπανία νοματαίοι πέντε, εγώ ο κλαριντζής κι ούτε ακόμα στα είκοσι. Με το ξύπνημα με σιχτίρισε πάλι, είχα πει χωρίς να τον ρωτήσω τον «Αμάραντο». Εβαλα κάτω το κεφάλι, πήρα των ομματιών μου, βρέθηκα στο μπούζι.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ