Η άνοδος του Μπουρλά στην κορυφή της Pfizer ξεκίνησε πριν από σχεδόν 30 χρόνια, όταν ήταν ερευνητής κτηνίατρος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου είχε ολοκληρώσει τη διδακτορική διατριβή του για εξωσωματική γονιμοποίηση σε αιγοπρόβατα. Η Pfizer τον εντόπισε και του πρότεινε δουλειά κι εκείνος δέχτηκε μέχρι να ανοίξει μια μόνιμη ακαδημαϊκή θέση για εκείνον. Ουσιαστικά ξεκίνησε μια εταιρική που τον οδήγησε σε αποσπάσεις στην Αθήνα, τη Βαρσοβία, τις Βρυξέλλες, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. Από τη στιγμή που έγινε διευθύνων σύμβουλος το 2019, άλλαξε την εταιρεία απομακρύνοντας το τμήμα υγείας των καταναλωτών και μια μονάδα που έκανε παλιότερα φάρμακα χωρίς πατέντες. Δηλαδή έφτιαξε μια εταιρεία η οποία θα προόδευε ή όχι βάσει της ικανότητάς της να ανακαλύπτει νέες θεραπείες για σοβαρές ασθένειες, μια στρατηγική υψηλού κινδύνου, δεδομένων των μέχρι τότε σποραδικών επιτυχιών των εργαστηρίων έρευνας και ανάπτυξης των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών. «Σαφώς, είναι υψηλότερος ο κίνδυνος, αλλά είναι υψηλότερη και η ανταμοιβή», λέει. «Αλλά αν ένιωθα ότι έλειπε η έρευνα και η ανάπτυξη δεν θα είχα πάρει αυτό το στοίχημα. Δεν είμαι αυτοκτονικός».
Το γεύμα έχει τελειώσει και παραγγέλνουν εσπρέσο, μπαίνοντας σε πιο προσωπικά μονοπάτια. Καθώς η φήμη του Μπουρλά σε διεθνές επίπεδο μεγάλωνε τον τελευταίο χρόνο, εκείνος ξεκίνησε να μιλά για κάτι που σπάνια ανέφερε πριν: ότι είναι γιος επιζώντων του Ολοκαυτώματος. «Ποτέ δεν μιλούσα πολύ γι’ αυτά», λέει. «Ακόμη και οι πιο στενοί μου φίλοι γνώριζαν λίγα». Οταν τελείωσε ο πόλεμος το 1945 και ο πατέρας του επέστρεψε από την Αθήνα όπου κρυβόταν, έμαθε ότι οι γονείς του και δύο από τα τρία αδέλφια του ήταν μεταξύ των δεκάδων χιλιάδων σεφαραδιτών Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη που είχαν χάσει τη ζωή τους. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, από έναν πληθυσμό 55.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης μόλις 2.000 επέζησαν.
Αργότερα, ο πατέρας του Μπουρλά γνώρισε τη μητέρα του Αλμπερτ, η οποία την τελευταία στιγμή γλίτωσε από εκτέλεση. Είχε συλληφθεί και επέζησε μόνο επειδή ο χριστιανός κουνιάδος της έδωσε «όλα τα χρήματά του για να δωροδοκήσει εκείνους που έπαιρναν τις αποφάσεις». Ο Μπουρλά λέει ότι αυτή είναι η «ιστορία της μητέρας» του, όχι δική του. «Αφορά εκείνη, εκείνη ήταν που συνελήφθη και κακοποιήθηκε σεξουαλικά και σωματικά σε ηλικία 17-18 ετών». Σε αντίθεση με άλλους επιζώντες, οι συγγενείς του Μπουρλά μιλούσαν για τις εμπειρίες τους σε οικογενειακά δείπνα. «Ποτέ δεν μίλησαν με εκδικητικότητα. Αν έχετε δει την ιταλική ταινία “La vita è bella”, ήταν κάπως έτσι: μια ιστορία τρόμου αλλά δοσμένη με χιούμορ». Η μητέρα του μετέτρεψε τις φρικτές εμπειρίες της σε κάτι που μοιάζει ελπίδα. «Η ζωή είναι θαυματουργή», μου έλεγε η μητέρα μου. «Βρισκόμουν μπροστά από εκτελεστικό απόσπασμα, δευτερόλεπτα πριν τραβήξουν τη σκανδάλη και επέζησα. Κοίτα με τώρα. Τίποτα δεν είναι αδύνατον. Μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε στη ζωή σας». Ο πατέρας του ήταν λιγότερο βέβαιος. «Αυτό που πήρα από τον πατέρα μου ήταν να εντοπίζω τι μπορεί να πάει στραβά».