H Nάτζια βρισκόταν στο σπίτι με τους τρεις γιους και την κόρη της σε ένα μικρό χωριό στο Βόρειο Αφγανιστάν όταν οι Ταλιμπάν χτύπησαν την πόρτα της. Η 25χρονη κόρη της Μανίζα ήξερε ότι έρχονταν – η μητέρα της είχε πει ότι έκαναν το ίδιο τις προηγούμενες τρεις ημέρες -, απαιτούσαν να μαγειρέψει για 15 άτομα. «Η μητέρα μου τους είπε: Είμαι φτωχή, πώς να μαγειρέψω για εσάς;» περιγράφει η Μανίζα. «Οι Ταλιμπάν άρχισαν να τη χτυπούν. Η μητέρα μου λιποθύμησε από το ξύλο και εκείνοι συνέχιζαν να τη χτυπούν ακόμα και με τα όπλα τους». Το κορίτσι τούς φώναζε να σταματήσουν. Το έκαναν για ένα λεπτό, πριν ρίξουν χειροβομβίδα στο διπλανό δωμάτιο και φύγουν ενώ οι φλόγες θέριευαν. Η μητέρα των τεσσάρων παιδιών πέθανε από τα τραύματα που της προκάλεσαν.  

Η θανατηφόρα επίθεση στα μέσα Ιουλίου στο σπίτι της Νάτζια στη επαρχία Φαριάμπ ήταν ένας σοκαριστικός προάγγελος για την απειλή που αντιμετωπίζουν πλέον όλες οι γυναίκες στο Αφγανιστάν, μετά την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν. Η γοργή προέλασή τους έπιασε πολλές εξαπίνης. Κάποιες δεν πρόλαβαν να αγοράσουν την μπούργκα που απαιτούν οι κανόνες των φανατικών ισλαμιστών, οι οποίοι επίσης προβλέπουν πως μια γυναίκα πρέπει να συνοδεύεται από έναν άνδρα συγγενή για να βγει από το σπίτι. Για τις Αφγανές το ρούχο αυτό που τις σκεπάζει από κορυφής μέχρις ονύχων αντιπροσωπεύει την ξαφνική και καταστροφική απώλεια των δικαιωμάτων που κέρδισαν τα τελευταία 20 χρόνια – το δικαίωμα στη δουλειά, στην εκπαίδευση, στην ελεύθερη μετακίνηση και στον ειρηνικό βίο -, δικαιώματα που αισθάνονται ότι χάνονται για πάντα.  

Οταν οι Ταλιμπάν κυβερνούσαν το Αφγανιστάν μεταξύ 1996 και 2001, έκλεισαν όλα τα σχολεία θηλέων και απαγόρευσαν στις γυναίκες να εργάζονται. Μετά την αμερικανική επέμβαση το 2001, οι περιορισμοί στις γυναίκες χαλάρωσαν και ακόμα και στη διάρκεια του πολέμου που συνεχιζόταν έγινε μεγάλη προσπάθεια βελτίωσης των δικαιωμάτων των γυναικών, με τη στήριξη διεθνών οργανισμών και δωρητών, που οδήγησαν και στη δημιουργία σχετικού νομοθετικού πλαισίου.  

Το 2009 ο νόμος για τον Περιορισμό της Βίας εις βάρος των Γυναικών χαρακτήρισε ως εγκληματική πράξη τον βιασμό, την κακοποίηση και τον γάμο με τη βία, ενώ έθεσε εκτός νόμου τον εξαναγκασμό των γυναικών να σταματούν τη δουλειά ή τις σπουδές. Τώρα, οι Ταλιμπάν υπόσχονται να σχηματίσουν μια «ισλαμική κυβέρνηση που θα εκπροσωπεί όλο το Αφγανιστάν», όμως δεν είναι ξεκάθαρο τι μορφή θα έχει και εάν η νέα ηγεσία θα περιλαμβάνει γυναίκες.  

Η Φαρζάνα Κοτσάι, βουλευτής στο εθνικό κοινοβούλιο, λέει ότι δεν γνωρίζει τι πρόκειται να ακολουθήσει: «Δεν έχει υπάρξει καμία διευκρίνιση για τη διαμόρφωση της μελλοντικής κυβέρνησης – δεν ξέρουμε καν εάν θα υπάρχει κοινοβούλιο». Ανησυχεί επίσης για τις μελλοντικές ελευθερίες ως γυναίκα. «Αυτό με απασχολεί περισσότερο. Κάθε γυναίκα στο Αφγανιστάν το σκέπτεται έντονα. Θα μπορούμε να εργαζόμαστε ή όχι;».  

Ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν Σουχαΐλ Σαχίν δήλωσε τη Δευτέρα ότι στα κορίτσια θα επιτραπεί η εκπαίδευση. «Τα σχολεία θα ανοίξουν και τα κορίτσια και οι γυναίκες θα πάνε εκεί, ως μαθήτριες και ως καθηγήτριες» είπε. Ομως οι ιστορίες που περιγράφουν πολίτες δίνουν μια διαφορετική εικόνα. Τον Ιούλιο η Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ανέφερε ότι στις περιοχές που ελέγχουν οι Ταλιμπάν οι γυναίκες αναγκάστηκαν να πηγαίνουν ακόμα και για ιατρικές υπηρεσίες συνοδευόμενες από άνδρα κηδεμόνα. Η τηλεόραση απαγορεύθηκε ενώ καθηγητές και μαθητές υποχρεώθηκαν να φορούν τουρμπάνια και να αφήνουν μούσι.  

Θεολόγοι, κυβερνητικοί αξιωματούχοι, δημοσιογράφοι, ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα και γυναίκες έγιναν θύματα στοχευμένων δολοφονιών, σύμφωνα με το πόρισμα της επιτροπής. Μία εξ αυτών, η 23χρονη Μίνα Καΐρι, σκοτώθηκε από βόμβα στο αυτοκίνητό της τον Ιούνιο. Ο πατέρας της, που έχασε στην έκρηξη τη σύζυγό του και άλλη μία κόρη, περιέγραψε πως η νεαρή δημοσιογράφος δεχόταν επί μήνες απειλές για τη ζωή της.  Οι τιμές για τις μπούργκες δεκαπλασιάστηκαν τις τελευταίες ημέρες στην Καμπούλ, καθώς οι γυναίκες φοβούνται να βγουν από το σπίτι τους εάν δεν τις φορούν, επειδή οι Ταλιμπάν μπορούν – όπως έκαναν στο παρελθόν – να τις ξυλοκοπήσουν ή να τις μαστιγώσουν δημοσίως για τον λόγο αυτόν. Τα φτωχά νοικοκυριά δεν μπορούν εύκολα να πληρώσουν τόσες υψηλές τιμές. Το μόνο που απομένει στις γυναίκες αυτές είναι να μείνουν κλεισμένες στο σπίτι τους.