«Σώστε τα!» Η κραυγή των γυναικών του Αφγανιστάν που πετούν τα παιδιά τους πάνω από τον τοίχο του αεροδρομίου της Καμπούλ στους αμερικανούς στρατιώτες, οι οποίοι με τη σειρά τους βάζουν τα κλάματα, είναι μια γροθιά στο στομάχι πολλών. Του προέδρου Μπάιντεν, πρώτα απ’ όλα, που χρεώνεται μια χαώδη αποχώρηση και μια εξευτελιστική ήττα. Της Δύσης, που εγκαταλείπει τους Αφγανούς και, κυρίως, τις Αφγανές στην τύχη τους. Ολων μας, που ελπίζουμε βαθιά μέσα μας οι Ταλιμπάν να έχουν αλλάξει, να έχουν εξευγενιστεί, να έχουν ωριμάσει.
Μόνο που οι πρώτες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι νέοι δυνάστες της χώρας σκοτώνουν διαδηλωτές, κυνηγούν τις γυναίκες που δεν φορούν μπούρκα, συλλαμβάνουν δημοσιογράφους και γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι αναζητώντας συνεργάτες του εχθρού. Οι Ταλιμπάν δεν διακόπτουν απλώς τις προσπάθειες που είχαν ξεκινήσει για μια μορφή δημοκρατίας. Δεν ακυρώνουν μόνο τις ελευθερίες που με κόπο είχαν κατακτηθεί. Καταργούν και την ίδια την παιδική ηλικία.
Αυτή είναι η μια πλευρά του δράματος, η εσωτερική. Υπάρχει και η εξωτερική. Η αστάθεια που προκαλείται στην περιοχή από την ενίσχυση των τζιχαντιστών. Η ενίσχυση της Ρωσίας και της Κίνας, που σπεύδουν να καλύψουν το κενό που αφήνουν οι ΗΠΑ. Η απειλή ενός νέου κύματος τρομοκρατικών επιθέσεων όχι μόνο στη μακρινή Κεντρική Ασία, αλλά και στη Δύση. Και, βέβαια, το φάσμα μιας νέας προσφυγικής κρίσης. Οπως αποκαλύπτουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», η Ελλάδα δημιουργεί τρεις ζώνες επιτήρησης των συνόρων της για να αποτρέψει ένα «νέο 2015». Η αποτροπή όμως δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ανθρωπισμό. Η ανάγκη για ασφάλεια δεν μπορεί να εκτοπίσει τις ευρωπαϊκές αξίες.
Με λίγα λόγια, οι Ταλιμπάν δεν είναι εσωτερικό πρόβλημα του Αφγανιστάν. Και η Δύση δεν μπορεί να είναι ούτε υπερήφανη ούτε ασφαλής. Ερχονται δύσκολες μέρες. Η αφγανική κρίση δοκιμάζει τη διεθνή κοινότητα σε πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο. Οπως δοκιμάζει και τις ευαισθησίες μας.