Οι μελωδίες ενός βιολοντσέλου στο τέρμα της δεξιάς παρόδου δίνουν τον τόνο. Μόλις τα φώτα ανάψουν, οι τρεις μαύρες στήλες ανάμεσα σε σωρό από πέτρες γεμίζουν τη σκηνή. Η μεσαία, τοποθετημένη στη θυμέλη, αρχίζει να βγάζει καπνό. Πάνω της ακουμπούν μια σκάλα, δύο μαυροντυμένοι με προσωπίδες ζώων, τη στιγμή που ο Ηφαιστος κάνει την εμφάνισή του κουτσαίνοντας και σαν αλαφιασμένος κινείται στον χώρο, παρά τον σιδερένιο μηχανισμό που έχει στο γόνατό του. Η ατμόσφαιρα γίνεται απόκοσμη και η μουσική εντείνεται όταν στην ορχήστρα μπαίνουν το Κράτος που κραδαίνει ένα μαστίγιο και η Εξουσία που σέρνει πίσω της, σαν σκυλί, τον Προμηθέα, σιδηροδέσμιο. Οι μακριές τους μαύρες στολές έρχονται σε αντίθεση με τα βαμμένα λευκά πρόσωπά τους, δημιουργώντας μια αίσθηση δυστοπίας. Ο Προμηθέας βρυχάται μέσα από το φίμωτρο που του κρύβει το πρόσωπο, ενώ το Κράτος μαζί με τη Βία διατάσσουν τον Ηφαιστο να τον ανεβάσει στη μεγάλη στήλη και να τον δέσει. Μόλις ο ημίθεος πατά τα πόδια του εκεί, μέσα από καπνούς που βγαίνουν διαρκώς, πετάει το φίμωτρο και με τα δεσμά του πλέον μόνο στα χέρια αρχίζει ν’ αφηγείται το δράμα του.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ