Μία από τις μεγαλύτερες επιθέσεις του κλέφτη ήταν μια προσπάθεια το 2019 να κλέψει τις «Διαθήκες» (η συνέχεια στο «Ιστορία της θεραπαινίδας») της Μάργκαρετ Ατγουντ. Για αρκετούς μήνες, τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποστέλλονταν σχεδόν καθημερινά σε όλους σχεδόν όσοι σχετίζονται με το βιβλίο: τον πράκτορα της Ατγουντ, τους εκδότες της, τους βοηθούς τους, ακόμη και τους κριτές για το Βραβείο Μπούκερ – μαζί με πολλούς άλλους που δεν είχαν καμία σχέση με το βιβλίο.

Οι εκδότες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να βάλουν στο πρόβλημα και τους χάκερ. Συμβουλεύτηκαν αρκετούς εμπειρογνώμονες στον τομέα της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι ο κλέφτης είχε αναβαθμίσει την ασφάλειά του ξεκινώντας από το 2019. Γι’ αυτό και παρέμενε ανεντόπιστος.

Το μόνο πράγμα που έμοιαζε να συνδέει όλες αυτές τις μικροσκοπικές πράξεις εξαπάτησης ήταν η αίσθηση ότι ο κλέφτης ήταν μέσα σε αυτό για την ευχαρίστηση της ίδιας της πράξης. Οποιος ή όποιοι και αν ήταν – ένας δυσαρεστημένος ανιχνευτής, ένα υπόγειο γεμάτο χάκερ που γελούσαν μόνοι τους -, φρόντισαν να το κρατήσουν για χρόνια, αφιερώνοντας αμέτρητες ώρες στην αποστολή ατελείωτων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, φαινομενικά για το τίποτα. «Αν προσπαθούμε να βρούμε χρηματοοικονομικό και οικονομικό όφελος, είναι δύσκολο να το δούμε», είπε στο «Vulture» ο Ντάνιελ Σάντστρομ, ο λογοτεχνικός διευθυντής ενός σουηδικού εκδότη που χτυπήθηκε πολλές φορές από τον κλέφτη. «Αλλά αν το παιχνίδι είναι ψυχολογικό, ένα είδος κυριαρχίας ή ένα αίσθημα ανωτερότητας είναι πιο εύκολο να το κατανοήσεις. Ο κόσμος των εκδόσεων είναι επίσης μια επιχείρηση γεμάτη δυσαρέσκεια και από αυτή την άποψη γίνεται μια καλή ιστορία».