O καλπασμός του Ολαφ Σολτς, εφόσον συνεχιστεί τις επόμενες εβδομάδες και μεταφραστεί σε πρωτιά των σοσιαλδημοκρατών στις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου, καταρρίπτει δύο μύθους. Ο πρώτος είναι ότι η Κεντροαριστερά πνέει τα λοίσθια. Και ο δεύτερος, ότι η συνύπαρξή της με την Κεντροδεξιά τής δίνει τη χαριστική βολή. Οι γερμανικές δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αν η σοσιαλδημοκρατία έχει ιδέες, οι πολίτες είναι έτοιμοι να την ακούσουν. Και αν έχει αξιοπιστία, είναι διατεθειμένοι να τη δοκιμάσουν.
Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών έχει ιδέες. Θέλει, ας πούμε, να χτιστούν περισσότερα σπίτια για να σταματήσει η αύξηση των ενοικίων. Θέλει ισχυρότερα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Θέλει επίσης αύξηση του κατώτατου μισθού από τα 9,60 ευρώ την ώρα στα 12. Και ξέρει πάρα πολύ καλά πού θα βρει τα χρήματα για να κάνει τις προτάσεις του πραγματικότητα. Αρα είναι και αξιόπιστος. Οπως συνηθίζει να λέει, άλλωστε, «είμαι φιλελεύθερος, όχι βλάκας».
Ενδεχόμενη ανάληψη της καγκελαρίας από τον 63χρονο Σολτς δεν θα ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό: είναι χαρακτηριστικό ότι ο υποψήφιος του SPD τάσσεται υπέρ της επιστροφής της Γερμανίας το 2023 στο «φρένο χρέους», που επιβάλλει όρια στις κυβερνητικές δαπάνες. Σίγουρα όμως θα το ανανεώσει, ιδιαίτερα αν οι Χριστιανοδημοκράτες μείνουν έξω από την κυβέρνηση. Και η ανανέωση κάνει πάντα καλό στη δημοκρατία.
Μια τέτοια εξέλιξη θα δείξει επίσης ότι η κρίσιμη προϋπόθεση για να πετύχει η Αριστερά δεν είναι η ριζοσπαστικότητα ούτε η αντισυστημικότητα. Αλλά η σοβαρότητα.