H αλλαγή του συστήματος εισαγωγής νέων φοιτητών/τριών στα δημόσια Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα είναι κομβικό ζήτημα και ορθώς αντιμετωπίζεται ως τέτοιο στη δημόσια συζήτηση. Συνδέεται τόσο με τον αναπτυξιακό σχεδιασμό της χώρας, όσο και με την προοπτική αναδιαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων. Και φυσικά το σύστημα εισαγωγής στα δημόσια ΑΕΙ συνδέεται με τον σχεδιασμό του ακαδημαϊκού χάρτη του μέλλοντος. Στη σημερινή και αυριανή οικονομία έντασης γνώσης είναι σαφές ότι οι σύγχρονες κοινωνίες οφείλουν να στοχεύουν στην υψηλή μόρφωση και εκπαίδευση όλων των νέων ανθρώπων διασφαλίζοντας την προετοιμασία ενός ολοένα και πιο μορφωμένου αλλά και εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού.
Ο συνδυασμός μόρφωσης και υψηλής εξειδίκευσης είναι σήμερα πιο απαραίτητος παρά ποτέ, κυρίως λόγω της συνθετότητας των προβλημάτων και προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες. Η δημιουργία ενός ανθρώπινου δυναμικού υψηλής μόρφωσης και εξειδίκευσης απαιτεί σταθερή και μεγάλη επένδυση δημοσίων πόρων στην ανάπτυξη και λειτουργία ακαδημαϊκών και ερευνητικών μονάδων υψηλού επιπέδου στις οποίες θα έχει πρόσβαση δυνητικά ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός φοιτητών και φοιτητριών. Η μείωση του αριθμού των ανθρώπων που σπουδάζουν είναι σαφώς αντίρροπη προς τις ανάγκες και τις επιταγές της σημερινής εποχής. Ετσι, αν διαπιστώνουμε την έλλειψη επαρκών γνώσεων σημαντικού αριθμού υποψηφίων φοιτητών/τριών – όπως συχνά υποστηρίζεται – τότε η λύση δεν είναι η μείωση του αριθμού των εισακτέων στα ΑΕΙ, αλλά η κατά πρόσωπο αντιμετώπιση του προβλήματος, δηλαδή η βελτίωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, έτσι ώστε να διασφαλίζεται το επίπεδο γνώσεων που απαιτείται έτσι ώστε οι νέοι άνθρωποι να μπορούν να συνεχίσουν να μορφώνονται, να εκπαιδεύονται και να εξειδικεύονται.
Οι συγκαιρινές κρίσεις που αντιμετωπίζουμε και η δεινότητα των προβλημάτων που θα κληθούν να επιλύσουν οι νέοι και οι νέες επιβάλλουν την επένδυση στην εκπαίδευση, ως βασική προϋπόθεση επιβίωσης και διατήρησης της κοινωνικής συνοχής. Για παράδειγμα, η συνεχιζόμενη πανδημική κρίση αλλά και η εξελισσόμενη κλιματική κρίση δεν αφήνουν καμία αμφιβολία περί της συνθετότητας των προβλημάτων με τα οποία αναμετριόμαστε. Η ανθεκτικότητα των κοινωνιών σε μεγάλο βαθμό θα κριθεί και από την κατάλληλη προετοιμασία, την κινητοποίηση και τις δυνατότητες απόκρισης όσο το δυνατόν περισσότερων νέων ανθρώπων στις προκλήσεις. Η ενίσχυση, διεύρυνση και ανάπτυξη του δημόσιου Πανεπιστημίου θα αποτελέσει το μεγάλο στοίχημα της επόμενης περιόδου. Γιατί ως βασικός μοχλός προαγωγής της έρευνας, παραγωγής γνώσης και παροχής εκπαίδευσης, μόρφωσης και εξειδίκευσης σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, το δημόσιο Πανεπιστήμιο αναδεικνύεται σε ένα μοναδικό ιστορικά μηχανισμό συμπερίληψης, κινητοποίησης απύθμενων δυναμικών επινόησης και δημιουργικότητας, και διασφάλισης των προϋποθέσεων επιβίωσης σε μια αναδυόμενη εποχή υψηλής διακινδύνευσης.
Η αποτίμηση της περιόδου και των προκλήσεων πρέπει να καθορίσει τον ανασχεδιασμό του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας μας με βασική αρχή την ανάγκη διασφάλισης της πρόσβασης ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού νέων ανθρώπων σε ολοένα και υψηλότερου επιπέδου πανεπιστήμια και ακαδημαϊκές και ερευνητικές μονάδες.
Η Ιωάννα Λαλιώτου είναι αντιπρύτανις του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας