Τη δεκαετία του ’70, θυμάμαι να μιλάνε για τον Μίκη Θεοδωράκη και να τον αναφέρουν ως «τον άνθρωπο που γέμιζε τα στάδια». Χωρίς τον φόβο του χωροφύλακα η Ελλάδα έτρεχε όντως στις συναυλίες του: οι πιο μεγάλες έγιναν σε γήπεδα που προηγουμένως δεν είχε γεμίσει κανείς – μεγαλειώδεις θεωρούνται δυο που έδωσε στο Στάδιο Καραϊσκάκη μετά την πτώση της χούντας και την επιστροφή του. Η επιλογή του γηπέδου δεν ήταν φυσικά τυχαία: το γήπεδο ήταν μεγάλο και ο ίδιος αγαπούσε τον Ολυμπιακό από μικρός. «Δέκα χρόνων παιδάκι, το 1935, στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς όπου ζούσα τότε, είδα στην εφημερίδα φωτογραφία του Ολυμπιακού με τους πέντε αδελφούς Ανδριανόπουλους και τους Βάζο, Συμεωνίδη και άλλους, που φορούσαν την κόκκινη φανέλα. Από τότε έγινα Ολυμπιακός», είχε πει σε μια συνέντευξή του το 1980 στην εφημερίδα «Φως των Σπορ». Την αγάπη του για τον Ολυμπιακό την υπενθύμιζε σε κάθε ευκαιρία. «Ο Ολυμπιακός του Μπούκοβι» θα πει στην ίδια συνέντευξη «ήταν η καλύτερη ελληνική ομάδα». Καμάρωνε για τον Ολυμπιακό – «άλλαξα κόμμα και πολλοί για αυτό με κατηγορούν, αλλά στον Ολυμπιακό έμεινα παντοτινά πιστός» του άρεσε να λέει. Αλλά κι ο Ολυμπιακός καμάρωνε για αυτόν. Πριν από έξι χρόνια, η γιορτή της κατάκτησης του 42ου πρωταθλήματος ήταν όλη αφιερωμένη σε αυτόν. Η μουσική του δόνησε το Καραϊσκάκη ξανά. Κι ο ίδιος βούρκωσε.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ