Κάθε νότα, κάθε στίχος, κάθε συναυλία του κουβαλούν µέσα τους τον ηλεκτρισμό µιας προσωπικότητας που δεν ξεχώριζε την τέχνη από τη ζωή. Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε το σύµβολο µιας εποχής διαφορετικών γενιών και μιας πατρίδας. Το φαινόµενο. Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα των εξοριών και των κρατητηρίων κατάφερε να γίνει σύμβολο της αντίστασης, ο ήρωας, ο αρχηγός, που στην αυλή του μαζεύονταν οι νέες δυνάμεις μιας πνευματικής και καλλιτεχνικής ελίτ. Ο Μίκης του «Επιταφίου» – που άλλαξε την ιστορία της λαϊκής μουσικής και έδωσε σημείο εκκίνησης στο «έντεχνο» – είδε στη φωνή του λαϊκού Μπιθικώτση, που είχε γνωρίσει στη Μακρόνησο, τη φωνή του εργάτη και των χιλιάδων θυμάτων της Αριστεράς. «Μόλις διάβασα το ποίημα του Ρίτσου, άρχισα αμέσως να γράφω τα τραγούδια, χωρίς καμία προσπάθεια. Και η μουσική βγήκε όπως την ακούσατε: λαϊκή. Γιατί; Διότι ξεπήδησε από την ανάγκη να σεβαστώ την ποίηση του Pίτσου». Ως γνωστόν, υπήρξε και μια δεύτερη εκδοχή του «Επιταφίου» του από τον Μάνο Χατζιδάκι – ο ίδιος ο Μίκης τού είχε στείλει τον «Επιτάφιο» από το Παρίσι και τον είχε παρακαλέσει να τον ενορχηστρώσει – που κυκλοφόρησε την ίδια εποχή με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ