Το συλλογικό πένθος για τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη έχει κάτι πρωτόγνωρο. Ο καθένας έχει συνδέσει τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη, που έφυγε από τη ζωή την Πέμπτη το πρωί, με μια προσωπική του ιστορία. Κάποιοι βλέπουν στον Θεοδωράκη την πολιτική τους ενεργοποίηση, άλλοι την πρώτη τους μουσική γνωριμία με την Εντίθ Πιαφ, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη ή εκείνη τη φορά όταν, μικρά παιδιά ακόμα, παρακολουθούσαν με δέος την Τζένη Καρέζη πάνω στο ποδήλατο να τραγουδάει για μια Μαργαρίτα. Θυμούνται το συρτάκι που χορεύουν στα πολύ ελληνικά γλέντια και την αγάπη τους στον Αλ Πατσίνο. Το «Δρόμοι Παλιοί» συνόδεψε κάποια στιγμή μελαγχολίας, το «Σφαγείο» σχηματοποίησε στο μυαλό τους μια φρικτή σελίδα της ελληνικής ιστορίας και το «Μαουτχάουζεν» της παγκόσμιας.
Για κάθε έναν από τους ανθρώπους που έσπευσαν να τον αποχαιρετήσουν, που μπορεί να μην έχουν καμία σχέση ο ένας με τον άλλο, ο Θεοδωράκης ήταν κάτι διαφορετικό. Η απώλεια παρ’ όλα αυτά είναι η ίδια, μοιρασμένη εξίσου όχι σε μία, αλλά σε πολλές γενιές πολιτών που έχασαν ένα ακόμα από τα σημεία αναφοράς τους. Και αυτό είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πως περνώντας στην αθανασία, ο Θεοδωράκης αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Μαζί, όμως, αφήνει και μια κληρονομιά ενότητας. Στο τέλος, κανείς δεν έμεινε έξω από το αντίο, κανείς δεν εξαιρείται του πένθους. Δεν υπάρχει «δικός τους», αλλά μόνο «δικός μας».
Αυτή η τελευταία συνεισφορά του στους συμπατριώτες του είναι ο καλύτερος επίλογος μιας γεμάτης, ενίοτε αντιφατικής ζωής και κυρίως μια προειδοποίηση για τις μέρες που έρχονται. Σε μια περίοδο που η κοινωνία διχάζεται λόγω πανδημίας και οι πολιτικοί αρχηγοί χαρακτηρίζουν ο ένας τον άλλο «ψεύτη» και «απατεώνα», αυτό το καμπανάκι ήταν απαραίτητο. Το χτύπησε ο Μίκης αποχαιρετώντας μας.