Οι αναμνήσεις από τον μετεμφυλιακό κόσμο. Οι κρυπτομνησίες που στέκονται στη μεθόριο μεταξύ αυτοβιογραφικής μαρτυρίας και μυθοπλασίας. Κομμένα κεφάλια που στοιχειώνουν την παιδική ηλικία των ηρώων. Το έλασσον που κρύβει μέσα του έναν κόσμο συναισθημάτων σε μικρογραφία (όπως η οδοντόκρεμα που χαρίζει το κορίτσι στον φίλο της τη στιγμή που χωρίζουν). Η δημοτική που εναλλάσσεται με την καθαρεύουσα χάριν του ρυθμού. Στη συλλογή «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη» (1973), με τα πεζογραφήματα γραμμένα τη δεκαετία του 1960, ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος στέκεται με ειρωνεία απέναντι στο υπαρξιακό άγχος – οι ήρωες (συχνά ο ίδιος ο αφηγητής) διατηρούν την απόσταση από τα γεγονότα ακόμη κι όταν συμμετέχουν. Η απώλεια και η θλίψη είναι διάχυτες για τον κόσμο που χάνεται, αλλά δεν πρέπει να φωνάζουν. Αφού ο αφηγητής Ηλίας και ο φίλος του Νίκος μιλήσουν για τα περασμένα και τους θανάτους των συμμαθητών τους στο «Ο τελευταίος επιζών» (1965) ακούγεται κάτι πιο σπαρακτικό, επειδή μένει μετέωρο: «Δεν πρόφτασα να σου πω για την αρρώστιά μου, μου είπε ο Νίκος. Εχω φασαρίες με το συκώτι μου. Χωρίσαμε». Αλλού το συναίσθημα αφήνεται ελεύθερο, συνταιριασμένο με τα πάθια και τους καημούς ενός τόπου: «Ψιλόβρεχε, είχε ομίχλη και το παληό εκκλησάκι φωτιζόταν μονάχα από ένα καντήλι και τα κεριά που άναψα εις μνήμην. Χωμένος σε ένα στασίδι και προσπαθώντας να φέρω κοντά μου τη συγκεκριμένη μορφή του πατέρα μου, δεν μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου, καθώς συλλογιόμουν πώς πέθανε νεώτατος κατά την Κατοχή, έχοντας περάσει μια δύσκολη ζωή, χωρίς ευκαιρίες να πραγματοποιήσει κανένα από τα όνειρα που τον πνίγανε» («Εις μνήμην», 1966).

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ