Αν υποθέσουμε ότι την ημέρα του θανάτου του ο Μίκης Θεοδωράκης είχε τη δυνατότητα να ακούσει τι μετέδιδαν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Αθήνας, θα ήταν ευτυχής. Για πρώτη φορά μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια, όσο και αν ακούγεται υπερβολικό, η μουσική του παιζόταν ξανά από τα ραδιόφωνα. Για την ακρίβεια, μόνο η μουσική του παιζόταν – κάτι που θα του άρεσε επίσης, είμαι σίγουρος. Το μεγαλύτερο παράπονό του τα τελευταία χρόνια, νομίζω, ήταν ότι η μουσική του είχε ξεπερασθεί πια, την είχαν σαρώσει οι μόδες της μουσικής βιομηχανίας. Αν εξαιρέσουμε τις συναυλίες, που έδινε κάθε χρόνο, κυρίως στην περιφέρεια και συνήθως σε κοινό άνω των 60, η λαϊκή ορχήστρα που έφερε το όνομά του και η οποία υπήρχε για να κάνει αυτή τη δουλειά, η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ήταν εκτός εποχής. Μόνον κάποια από τα περισσότερα λυρικά τραγούδια του, της δεκαετίας του 1960, παίζονταν κάποιες σπάνιες φορές στο ραδιόφωνο. Ειδάλλως, η μουσική του ήταν η καθιερωμένη υπόκρουση των επετειακών ντοκιμαντέρ για τη Μεταπολίτευση και των συλλαλητηρίων του ΠΑΜΕ. Είχε γίνει τελετουργική, όπως οι ψαλμωδίες, η θεία λειτουργία ή τα εμβατήρια στις στρατιωτικές παρελάσεις. Καλώς ή κακώς, έτσι ήταν· και το κατάλαβα την ημέρα του θανάτου του, γιατί με τον ίδιο να λείπει, η μουσική του ακουγόταν διαφορετική. Σαν να είχε ξαναβρεί τη φρεσκάδα της. Με άλλα λόγια, εκείνο που κατάλαβα την ημέρα του θανάτου του ήταν το μέγεθος της προσωπικότητάς του.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ