ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ   

Άρδευση και σπονδές

της δυναστείας των Τανγκ.

Έχει μαζευτεί μια στρατιά μυρμήγκια

στο μαρμάρινο στηθαίο του μπαλκονιού,

ξεχειλίζουν απ’ τις σχισμές στη βάση του τοίχου.

Θυμάμαι ένα καλοκαίρι στη θάλασσα πριν από δεκαετίες.

Ήταν ένα απ’ τα πρώτα ταξίδια στους αμμόλοφους του Βορρά,

στο Βέστερλαντ με τον σκελετό του φαρόπλοιου

και το νησί Άμρουμ.

Έπεφτε νωρίς το φθινόπωρο, σύννεφα στραγγίζαν το φως

και μοιραία φυσούσε γιατί θα ξεκίναγε το σχολείο.

Υπήρχε μια μυρμηγκοφωλιά στα δοκάρια που στήριζαν

τη στέγη του παράσπιτου της αγροικίας που νοίκιαζε ο θείος.

Απ’ τα παράθυρα φαινόταν η μουλιασμένη έρημος

της ρυτιδωμένης απ’ την άμπωτη άμμου,

η γάτα που ‘κανε τη δική της ανασκαφή,

το σμήνος των γερανών που καθόταν στο πασσαλόπηγμα

εποπτεύοντας τον περίπατο του νερού.

Ο θείος υποδεχόταν όρθιος το σούρουπο

μπροστά στο κενό τζάκι και το σπαθί

πίνοντας και παραπατώντας.

Η γυναίκα του παραμόνευε για να ισιώσει το χαλί.

Οι αγοραίες προπόσεις του θείου ξεπερνιούνταν με Μπραμς.

Θυμάμαι να κυνηγώ τα μυρμήγκια που κατέβαιναν τον τοίχο

και ξεκάμπιζαν στο χαλί,

σκαρφάλωνα με τα παπούτσια στον σοφά και τα συλλάμβανα

ανάμεσα σ’ ανεμόμυλους κι απομιμήσεις των Φλαμανδών,  

τα σήκωνα με δυο δάχτυλα πάνω απ’ το στόμα και τα ‘τρωγα.  

Η δανέζα νταντά, που μονίμως καθάριζε φρούτα,

εμφανιζόταν στην καμαρόπορτα σαν αρχάγγελος

και σφύριζε με τα δόντια

για να μου αποσπάσει την προσοχή χωρίς να με μαλώσει.

Ίσως γνωρίζω πολύ περισσότερα πράγματα τώρα,

αλλά κοιτώντας μέσα μου τα παλιά μυρμήγκια

να ξανοίγονται στο τρικυμισμένο χαλί  

μοιάζουν όλα τα σημεία του χρόνου να εκτείνονται στην ίδια ευθεία

σαν συλλαβές μιας τελεσίδικης ρήσης,

και καθώς συλλέγεται διαρκώς υλικό και υπάρχουν ευθύνες

είναι δύσκολο να σταθείς λίγο απόμερα

και να καταλάβεις τι μένει.   

Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΧΤΕΝΑ  

Μαζευόμασταν και λέγαμε

τ’ αθέατα όνειρά μας.   

Όταν ήμασταν παιδιά στις πρώτες πρώτες τάξεις  

μάς χτενίζαν οι μανάδες μας μετά το μπάνιο  

τραβώντας πρώτα ακριβοδίκαια μια γραμμή   

με το μολύβι πάνω στον ξύλινο χάρακα  

και ψάχνοντας μετά την πού στο διάτανο  

έχει παραπέσει κοκάλινη χτένα.    

  Αγαπούσα τις χωρίστρες.  

Τις αγαπούσα γιατί τις είχα δει στην εφημερίδα  

σε μια φωτογραφία ημερίδας ποιητών  

που έπιανε ασπρόμαυρη τη μισή σελίδα  

όπου στηρίζονταν μεταξύ τους χαρούμενοι όλοι  

με τους αγκώνες στους ώμους  

όσων είχαν προλάβει μια θέση.   

ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΜΕΡΕΣ

ΣΤΟ ΣΟΥΝΙΟ  

Ένα είδος παράστασης.  

Τα μικρά ροζ καβούρια κάποτε στις λακκούβες  

κι οι πεταλίδες κάτω απ’ τη θάλασσα  

σε κάτι βραχάκια  

όπου κρατιόταν το τελευταίο φως  

πριν σκύψει μέσα της  

ενώ ανεβαίναμε γοργά να δείξουμε  

στα κορίτσια μας  

την αίσθηση αυτή  

που δεν θα χάναμε  

γιατί τ’ αγαπούσαμε  

και θέλαμε να τους λείπει.  

MIA MATIA ΑΠ’ ΤΗ ΒΑΡΚΑ  

(2η εκδοχή)

Όλα σιωπηλά

ένα πρωί στις όχθες.    

Αμφιθεατρικά και πένθιμα τα σκηνικά της πλαγιάς,   

αναθήματα ρημαγμένα   

στην ανέπαφη δόξα τους  

καθώς μου μιλούσες για τη στάχτη

στα τεθλασμένα κουπιά.

Όταν ο ήλιος συνήθισε το νερό  

τον συνεπήρε

κι έγιναν όλα ίδια, πορφύριζε  

η βοή απ’ τα κωνοφόρα    

ώσπου το μάταιο τα ‘φερε κοντά του κι αυτά –   

τινάζοντας παραδίνονταν στη βεβαιότητα

του χαμένου  

πάνω απ’ τα τσίγκινα τροχόσπιτα της ανάμνησης  

που περνούν σαν νομάδες,

όπως οι σκιές του φράχτη  

στα μάγουλα παιδιών που τρέχουν.  

Η ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ        

Μια πρώτη νίκη επί της Κορσικής.    

I.   

Φωτογραφία παλιών παιδιών  

με ξύλινα ξίφη  

που τρέχουν από τη λίμνη προς τον φακό  

και τον κέδρο  

του κάδρου.     

II.     

Πιο πίσω τρέχει ένα λευκό

βαμβακερό

το πρόσωπο σκυμμένο  

σκαμμένο από το φως  

στρέφει τον λαιμό και μαρμαρώνει  

αριστερά

η μια γωνιά σκισμένη

δεν δείχνει αν ήταν,   

ποιο,   

γελούσε;     

ντρέπεται;  

κι εντέλει ευτύχησε;    

και τι ‘ναι επιτυχία;