Στις 28 Μαΐου, πριν από τρεισήμισι μήνες δηλαδή, «ΤΑ ΝΕΑ» αποκάλυψαν ότι αναβάλλεται μια από τις βασικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης: η θέσπιση πανεπιστημιακής αστυνομίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα ανομίας στα ακαδημαϊκά ιδρύματα.
Δύο υπουργοί και η τότε κυβερνητική εκπρόσωπος είχαν σπεύσει να διαψεύσουν το δημοσίευμα, με το επιχείρημα ότι θα προκηρυσσόταν άμεσα η προκήρυξη για την πρόσληψη των ειδικών φρουρών και τον Σεπτέμβριο θα έπιαναν δουλειά. Την επομένη, έτσι, η εφημερίδα μας έδωσε ραντεβού στους πανεπιστημιακούς χώρους τον Σεπτέμβριο. «Θα είμαστε εκεί» έγραψε ο Μικροπολιτικός «για να καταγράψουμε με επιτόπιο ρεπορτάζ την παρουσία των αστυνομικών».
Ο Σεπτέμβριος ήρθε. Αλλά οι Ομάδες Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων δεν ήταν πιστές στο ραντεβού. Τα πανεπιστήμια ανοίγουν χωρίς αστυνομία, έγραψαν τη Δευτέρα «ΤΑ ΝΕΑ». Την ίδια μέρα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι η εγκατάσταση των αστυνομικών αναβάλλεται για τον Δεκέμβριο, τουλάχιστον, λόγω της καθυστέρησης στην εκπαίδευση που πρέπει να λάβουν.
Το θέμα, εν προκειμένω, δεν είναι αν η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση είναι σωστή ή λάθος. Αλλά πως οι κάθε είδους αρμόδιοι σε αυτόν τον τόπο θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουν πως όταν ο Τύπος επισημαίνει τα όποια προβλήματα, θα πρέπει να μην τα βάζουν μαζί του, αλλά να κάνουν – κι αυτοί – με ειλικρίνεια την αυτοκριτική τους.
Τα προβλήματα είναι κατανοητά και, ενδεχομένως, δικαιολογημένα. Αυτό που δεν δικαιολογείται είναι να επικρατεί η άποψη ότι η κριτική γίνεται κακόπιστα και να επιλέγεται η λύση της «εύκολης διάψευσης».