«Βγήκα στο φεγγάρι με το τουφέκι συνοδοιπόρο, υπό μάλης, τσίτα τα πιστόλια οι τσέπες του παντελονιού. Με έστριψα λυγερά στα δεξιά και γλίστρησα μέσα στις φάλαγγες των πεύκων, ενώ κι εκείνο εκεί ψηλά γλιστρούσε από κοντά μου: όλο και πιο γρήγορα. Κάτι κυλιόταν στις δενδροκορφές και σβούριζε μέσα στα μαυροσκαλιστά χαμόκλαδα, την ώρα που το σούρουπο των φύλλων διαρκώς με τίναζε και με σούσταρε μπροστά. Πήδησα πίσω από τον πιο χοντρό κορμό έλατου και τράχυνα μέσα στο λαμπερό ξέφωτο: κλαδιά σύριζαν, βότανα έπνεαν, καραδοκούσαν κυνηγοί, στράφτει το φεγγάρι. Χούφτωσα τον δεξιό γοφό και ξεβίδωσα το κεφαλάκι του παγουριού· συνεσταλμένα κροτάλισε η αλυσιδίτσα. Έσφιξα τα ακρόχειλα γύρω απ’ το αλουμινένιο σπείρωμα· ο λάρυγγας άντλησε· και η φωτεινότητα έγινε πιο χαλύβδινη. Άνεμος χύμηξε, πέρασε straight πάνω από το ξέφωτο, εκείνος άρχισε πρώτος: εσύ εμένα επίθεση;! Πήδησα πάνω από παλιά κούτσουρα, τρέχοντας χόρεψα κάτω από τις κλάρες, το δάσος αναδιπλώθηκε: σε λίγο θα ρέει ο δρόμος.

Δρόμος με σκληρά ακόμη ίχνη αμαξιών, από την εποχή των ανθρώπων. Παραδέρνοντας μπροστά από τον άνεμο ακολούθησα τη στράτα μέχρι το υποστατικό· το προσπέρασα· οι μηλιές γόγγυσαν άρρυθμα. Πιο γοργός έγινα, η επιδερμίδα των χειλιών ήδη αναίσθητη, κι από κάτω να καλπάζουν οι μηροί μου πάνω στον πατικωμένο ποδηλατόδρομο, εν δυο, άμα κάτσω σκούριασα.

Οικισμός Χύντσιγκεν: παλιά εδώ θα είχε φώτα για τον νυχτερινό οδοιπόρο: κάποιος άντρας θα μελετούσε το ημερολόγιο, κάποιο κορίτσι θα πείραζε την κιλότα του, άλλος θα μετρούσε λεφτά, θα έλαμπαν οι τρανές λυχνίες, θα ραδιουργούσαν ειδήσεις «από τον κόσμο των σπορ». Αλέτρια θα κοιμόνταν στου στάβλου το σκοτάδι, σκύλοι θα στέκονταν αλυχτώντας αλυσοδεμένοι, η λεύκα στο νερόλακκο θα έβλεπε τη μέρα πάπιες. Θα ήταν. Θα έβλεπε.

Στο δεύτερο σπίτι δεξιά  (με τον φακό να τρίζει μέσα στην ακάματη χούφτα). Μετά από τέσσερις τσεκουριές άνοιξε παραπαίοντας και τούτη η πόρτα: μια κουζίνα. Θαμπό συνέχιζε να ουρλιάζει το αλουμίνιο, τα φλιτζάνια και τα πιάτα είχαν κι αυτά μπλε λουλούδια. Τα δάχτυλά μου κοκάλωσαν και στην αρχή έπεσε πηχτό σκοτάδι· ευθύς μετά ήρθε το φεγγάρι μέσα από το τετράπλευρο παράθυρο. Στις μύτες ανέβηκα τα σκοτεινά σκαλοπάτια, γρονθοκόπησα πόρτες, μια κάμαρα μου ανοίχτηκε πολλά υποσχόμενη: το δωμάτιο ενός κοριτσιού! Στο σπασμένο παράθυρο γάβγιζε ανέραστα ο ερμαφρόδιτος άνεμος: έχωσα το κεφάλι στα εφηβαία μαξιλάρια ακούγοντας το τουλπάνι να μου ξύνει τα γένια. Με έπιασε μια νύστα βασιλική, επικίνδυνη, οπότε κατέβασα και την τελευταία γουλιά, τρεκλιζοντας και βογκώντας».