Από χθες το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι φτωχότερο. Η απώλεια του Γιάννη Ματζουράνη σε ηλικία 87 ετών, του πολύ γνωστού φίλου του Εθνικού, του «Εθνικάρα», αποτελεί το τέλος μιας εποχής. Ο Ματζουράνης έφυγε με ένα παράπονο. Μεγάλο παράπονο. Ο Εθνικός δεν είναι πλέον στη μεγάλη κατηγορία και πασχίζει να επανέλθει και να γράψει νέα ιστορία. Στον κυρ-Γιάννη, όπως τον έλεγαν όλοι οι φίλαθλοι ανεξαρτήτως συλλογικών τοποθετήσεων, έμειναν οι θύμησες. Τον άκουγες να μιλά με αγάπη μεγάλη για τον Τάκη Χατζηιωάννογλου, για τον Ρομπέρτο Καλκαντέρα, για τον Μιχάλη Κρητικόπουλο, για τον Κώστα Μπατσινίλα και για πολλούς ακόμη ποδοσφαιριστές που φόρεσαν τη φανέλα του Εθνικού και αντιλαμβάνεσαι πλήρος το μέγεθος του συλλόγου. Αλλά ο αγνός αυτός οπαδός ουδέποτε έκανε πίσω. Πάντα εκεί, πάντα στις επάλξεις, με τη φωνή του να στηρίζει τις προσπάθειες των ποδοσφαιριστών, να πετά ένα «πάμε λατρείες μου» και να είναι συνέχεια στις εξέδρες, με βροχή και χιόνι, με κρύο ή καύσωνα, με όλες τις καιρικές συνθήκες.
Χθες, το φευγιό του Ματζουράνη λες και για λίγο «σκέπασε» την αγωνιστική δράση. Ολοι οι φίλαθλοι δεν έκρυψαν τη συγκίνησή τους. Δεν έχει σημασία τι υποστηρίζει ο οποιοσδήποτε. Και οι ομάδες, ποδοσφαίρου ή μπάσκετ, εξέδωσαν ανακοινώσεις για τον θάνατο ενός ανθρώπου που ποτέ δεν προκάλεσε αλλά σε μόνιμη βάση ήταν σημείο αναφοράς για την κόσμια συμπεριφορά του.
Ο Γιάννης Ματζουράνης θα λείψει σε όλους. Υπήρξε συνώνυμος για δεκαετίες με τον Εθνικό και η χαρακτηριστική φωνή του ταυτισμένη με την ομάδα του Πειραιά αλλά και την Εθνική Ελλάδας. Το «α ρε Εθνικάρα» ήταν το πιο ωραίο σύνθημα των γηπέδων. Γιατί υπήρξε το πιο αγνό. Σαν τον άνθρωπο που το έλεγε με τη βροντερή φωνή του.