«Τον Καζαντζίδη τον θαύμαζα γιατί ήταν ένας μεγάλος λαϊκός εκσυγχρονιστής. Εφερε την εξατομίκευση στο ελληνικό τραγούδι, ήταν τρομερά άμεσος. Δεν τραγουδούσε απλώς το τραγούδι, ήταν ο ίδιος το τραγούδι. Αλλά η ψυχολογία του ήταν ανατολίτικη. Ηταν περίκλειστος. Στην αρχή σου έλεγε “ναι”, μετά όμως επικρατούσε, νομίζω, ο φόβος του για
το καινούργιο».
(Ο Διονύσης Σαββόπουλος
από συνέντευξη στα «ΝΕΑ»,
12 Οκτωβρίου 2015)
«Το κλίμα του τραγουδιού [“Παραπονεμένα λόγια”] είναι καζαντζιδικό· ξέρω ότι του άρεσε του Καζαντζίδη αυτό το τραγούδι. Νομίζω ότι τα “Παραπονεμένα λόγια” είναι ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Εκείνα τα χρόνια, τέλη του ’70 και αρχές του ’80, τελειώνει μια εποχή καζαντζιδική, μια εποχή παραπόνου.
Ο Καζαντζίδης έκλαιγε για να κλάψει κι ο ακροατής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν μεγάλος τραγουδιστής. “Ανοιγε το στόμα του κι αναγαλλιάζαν τα πέλαγα”. Βέβαια, εγώ είμαι μπιθικωτσικός… Δεν είμαι εναντίον του Καζαντζίδη, απλώς μου πηγαίνει πιο πολύ ο Μπιθικώτσης, είναι πιο αδρός. Κι αυτός είπε πολλά ασήμαντα τραγούδια, αλλά όχι με τον ρυθμό και την ποσότητα που το είχε κάνει ο Καζαντζίδης.
Ο Καζαντζίδης μπορούσε να πει τρελά πράγματα. Μην ξεχνάμε ότι στο μυαλό του Μίκη ήταν να τραγουδήσει και αυτός στο “Αξιον εστί”».
(Μάνος Ελευθερίου, «Μαλαματένια λόγια», εκδ. Μεταίχμιο, 2021, επιμέλεια Σπύρος Αραβανής και Ηρακλής Οικονόμου)