Αντίθετα με την κοινή παραδοχή, δεν ήταν το μόνο είδωλο μαζικής εμβέλειας στη χρυσή εποχή του λαϊκού τραγουδιού. Δίπλα του, και άλλα «παιδιά της βιοπάλης» επέβαλαν το όνομά τους στη μαρκίζα των κέντρων διεκδικώντας μια θέση στην εγχώρια βιοτεχνία ονείρων. Ηταν, όμως, η φωνή που κόλλησε σαν βδέλλα στο πνεύμα μιας εποχής. Στη δισκογραφία μπήκε το 1952 και χρειάστηκαν μόλις επτά χρόνια για να καθαρίσει τους λογαριασμούς του με την Ιστορία. Η ερμηνεία του στη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη το 1959 ορίζει το μέτρο. Είναι από τους λίγους που θέλουν και μπορούν να υπερασπιστούν τη γέφυρα με την «καθ’ ημάς Ανατολή». Στα τραγούδια του η γυναίκα τον αδικεί με την ίδια ευκολία που το κάνει και η κοινωνία. Πρέπει κάθε φορά να σταθεί όρθιος ύστερα απ’ τον χωρισμό. Δεν τραγουδά τον έρωτα με τον τρόπο του Τόλη ή του Πάριου. Στην περίπτωσή του η αγάπη δεν είναι εύκολη και ο ίδιος δεν είναι αρεστός στο γυναικείο κοινό, με τον τρόπο τουλάχιστον του Βοσκόπουλου ή του Μανώλη Αγγελόπουλου που λανσάρουν τη σεξουαλικότητά τους. Ο ίδιος έμενε στα μετόπισθεν.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ