Στην ομιλία του κατά την υποδοχή του Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1963, ο Γιώργος Σεφέρης είχε επιχειρήσει να προσδιορίσει σε τι συνίσταται ακριβώς το αίσθημα συγγένειας που νιώθουμε να μας συνδέει με τους προγόνους – αρχαίους, βυζαντινούς, νεότερους. «Δεν θα πω πως είμαστε από το ίδιο αίμα, γιατί αποστρέφομαι τις φυλετικές θεωρίες, αλλά κατοικούμε πάντα την ίδια χώρα και κοιτάμε τα ίδια βουνά που τελειώνουν στη θάλασσα», είχε πει τότε. Και ταυτόχρονα, καθώς θύμιζε στο αλλόγλωσσο ακροατήριό του ότι το «φάος ηελίοιο» του Ομήρου δεν διαφέρει και πολύ από το σημερινό «φως του ήλιου», ήταν σαν να επαναλάμβανε, μετατονισμένη, τη διάσημη λυρική αποστροφή του Ελύτη: Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, το σπίτι φτωχικό, στις αμμουδιές του Ομήρου. Τοπίο και γλώσσα – τα συστατικά της συγγένειας. Που είναι ένα αίσθημα, όχι ένα γενετικό δεδομένο. Που είναι η σύνδεσή μας με τους νεκρούς που αναχωνεύονται, αιώνες τώρα, στην ίδια γη. Ο,τι επισημαίνει και ο Θανάσης Χατζόπουλος, στην προμετωπίδα της ποιητικής του συλλογής: «Οχι, διόλου απόγονοι. Μας υιοθέτησε μόνο ο τόπος στον καιρό / και τα σπαράγματα της παλαιάς γλώσσας».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ