Ανακαλούσα διαρκώς στη μνήμη μου την περίφημη ρήση του Σαρλ ντε Γκολ – «Πατριωτισμός είναι η αγάπη για την πατρίδα σου· εθνικισμός είναι το μίσος για τις άλλες πατρίδες» – καθώς καμάρωνα το περασμένο Σάββατο στην τηλεόραση την Αρεζού, ένα δωδεκάχρονο κορίτσι από το Αφγανιστάν. Η Αρεζού έλαμπε από χαρά – και είχε κάθε λόγο: δεν είναι μικρό κατόρθωμα να βρεθείς από τα αποκαΐδια του στρατοπέδου προσφύγων στη Μόρια με υποτροφία στη Βοστώνη. Συνειρμικά το μυαλό μου πήγε σε μια ανάλογη περίπτωση πριν από μια εικοσαετία, τον Οδυσσέα Τσενάι: λίγο καιρό προτού γίνει επίσης δεκτός με υποτροφία στη Βοστώνη (σήμερα, αφότου εκπόνησε το διδακτορικό του στο Χάρβαρντ, εργάζεται ως επίκουρος καθηγητής Παθολογίας στη Νέα Υόρκη), ως αριστούχος μαθητής εισέτι στη Νέα Μηχανιώνα της Θεσσαλονίκης υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει ένα πρωτοφανές κύμα εθνικιστικής υστερίας, ώστε να μη σηκώσει στην παρέλαση την ελληνική σημαία και να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα με ποιανού την πλευρά θα πολεμήσει σε έναν πιθανό αυριανό πόλεμο Ελλάδας – Αλβανίας. Οπως η Αρεζού, έτσι και ο Οδυσσέας ήθελε να γίνει (και έγινε) γιατρός: μάλλον τον απασχολούσε πώς θα θεραπεύσει τους συνανθρώπους του και όχι πώς θα τους εξολοθρεύσει. Οπως η Αρεζού, έτσι και ο Οδυσσέας μιλούσε υπέροχα ελληνικά (η Αρεζού μιλάει και άλλες τέσσερις γλώσσες), αλλά οι σοφοί συμπατριώτες μας θα προτιμούσαν να δώσουν τη σημαία ακόμη και σε ένα «ντουβάρι» με ελληνοπρεπές επώνυμο, από εκείνα που επιμολύνουν κάθε τους γραπτό μουγκρητό στα social media με καμιά δεκαριά συντακτικά και γραμματικά λάθη, παρά να τη σηκώσει κάποιος που, όχι απλώς μετέχει της ελληνικής παιδείας, μα έμπρακτα τη διαφημίζει. Τόση τοξικότητα, τόση μικροψυχία… Το χειρότερο; Τόσο κοντόθωρη εθνική πολιτική.
Ειλικρινά, δεν θα μας απασχολούσε τόσο το πρόσφατο ακροδεξιό ολίσθημα του διαβόητου βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας (είναι πραγματικά επίτευγμά του – θλιβερό επίτευγμα – να μη γράφεις το όνομά του και όλοι να κατανοούν σε ποιον αναφέρεσαι) εάν περιοριζόταν σε ένα ακόμη κλείσιμο του ματιού προς το πιο φοβικό, το πιο συμπλεγματικό και το πιο μικρονοϊκό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ή στην παραβίαση του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, πόσω μάλλον νηπίων. Οχι πως τα παραπάνω είναι ασήμαντα ατοπήματα (το αντίθετο), αλλά δεν μας βοηθούν να εστιάσουμε στην ουσία.
Η ουσία είναι πως δεν υπάρχει τίποτε ευκολότερο από το να αποφασίσεις εν μία νυκτί και να «εθνικοποιήσεις» τα ονόματα των πολιτών σου. Ηταν, είναι και θα είναι η προσφιλής συνήθεια όλων των αυταρχικών καθεστώτων που επιδίδονται σε περισσότερο ή λιγότερο αιματηρές εθνοκαθάρσεις: περικυκλώνουν με στρατό τα μειονοτικά χωριά και παραδίδουν στους εμβρόντητους χωρικούς τις νέες τους ταυτότητες. Η γειτονική μας Βουλγαρία το εφάρμοζε μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες στα δικά της τουρκικά χωριά: κοιμόσουν με τουρκικό επώνυμο και ξυπνούσες με βουλγαρικό (μια κατάληξη όλη και όλη έκανε τη διαφορά). Η Τουρκία, πάλι, δεν ξόδευε δημόσιο χρήμα για νέες ταυτότητες, ούτε ταλαιπωρούσε τους γραφειοκράτες της με σφραγίδες και χαρτομάνι· θεωρούσε πιο αξιόπιστο το λεπίδι.
Εύκολα λοιπόν «εθνικοποιείς» το επώνυμο του πρόσφυγα. Πολύ πιο δύσκολα «εθνικοποιείς» τη συνείδησή του. Η ελληνική παιδεία ποτέ δεν στήριξε τη γοητεία της στον κρατικό καταναγκασμό ή/και στην ισχύ των όπλων. Αυτός ήταν και ο λόγος που «κατακτούσε» τους κατακτητές της. Οσο κορίτσια σαν την Αρεζού και αγόρια σαν τον Οδυσσέα θα εξακολουθούν να μετέχουν της ελληνικής παιδείας, δεν θα κινδυνεύουμε από καμία δημογραφική υπογεννητικότητα. Οποιος δεν το κατανοεί δεν είναι μόνο κομπλεξικός στούρνος· είναι κι εθνικά επικίνδυνος.