Η Ανγκελα Μέρκελ θα περίμενε μια πιο μονολιθική αποτίμηση της 16ετούς της θητείας. Αν οι περισσότεροι πολιτικοί (ακόμη κι ο Αλέξης Τσίπρας) την επαινούν για την προσφορά της, αν οι περισσότεροι πολίτες (με εξαίρεση τους Ελληνες) εκφράζουν την εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό της, οι αναλυτές δεν περιορίζονται στο να εκθειάζουν το σταθερό της χέρι και την επιμονή της στην αναζήτηση συναινέσεων. Της καταλογίζουν και έλλειψη τόλμης. Στο εσωτερικό, δεν προώθησε τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Στο εξωτερικό, δεν έδειξε ευελιξία απέναντι στα προβλήματα του Νότου, δεν προώθησε μια ευρωπαϊκή πολιτική με αρχές, δεν αγωνίστηκε με σθένος κατά της κλιματικής αλλαγής.

Η απερχόμενη καγκελάριος αφήνει όμως πίσω της κι ένα κόμμα κουρασμένο, χωρίς ιδέες, με έναν υποψήφιο για την καγκελαρία που δεν εμπνέει και δεν πείθει. Αυτός είναι ο ένας λόγος που ο Σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς θα είναι πιθανότατα ο επόμενος καγκελάριος. Ο άλλος είναι το «κεντροαριστερό κύμα»: η πανδημία ανέδειξε τη σημασία του κράτους, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι εκείνα που ανέκαθεν το επισήμαιναν και οι ψηφοφόροι στη μία μετά την άλλη ευρωπαϊκή χώρα το αναγνωρίζουν.

Ακόμη κι αν τα προγνωστικά επαληθευτούν πάντως, η συγκρότηση τρικομματικής κυβέρνησης υπό τον σημερινό υπουργό Οικονομικών δεν θα είναι εύκολη. Οι διαβουλεύσεις μπορεί να κρατήσουν μήνες και στο μεταξύ τα προβλήματα τρέχουν. Αλλά και η ίδια η νέα κυβέρνηση δύσκολα θα έχει τη συνοχή της προηγούμενης. Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία δεν θα μπορεί να φρενάρει με την ίδια αποτελεσματικότητα τις μεταρρυθμίσεις που θα προωθήσει ο πρόεδρος Μακρόν, δεν θα μπορεί όμως την ίδια στιγμή και να ασκήσει την ίδια δραστική επιρροή στις λεγόμενες «φειδωλές» χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά.

Δεν αλλάζει σελίδα λοιπόν μόνο η Γερμανία, αλλά και η Ευρώπη. Που καλείται πλέον να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της σε έναν ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο.