Η παγκόσμια οικονομία με την επιστροφή στη μάλλον ισχυρή ανάπτυξη (+5,7%) για το 2021 αντιμετωπίζει μία σχετικά περιορισμένη ενεργειακή κρίση που οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση (Covid), σε γεωστρατηγικούς λόγους (Nord Stream 2) στις δυσκολίες διανομής (LNG σε Κίνα και Ινδία) και στα αυξημένα κόστη μεταφοράς. Επίσης να προστεθούν και οι αναπόφευκτες συνέπειες από την περιοριστική περιβαλλοντική πολιτική του Μπάιντεν και της Ευρώπης.
Εάν υπολογίσουμε την τιμή ενέργειας σε ένα πακέτο προϊόντων ενέργειας και συγκεκριμένα της διεθνούς τιμής του κάρβουνου, του διυλισμένου πετρελαίου πριν τους διάφορους φόρους, την τιμή του φυσικού αερίου πριν από τους φόρους, και τις τιμές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα δούμε ότι οι τιμές του πακέτου αυτού ενώ το 2020 παρουσίασαν στην Ελλάδα μία μείωση της τάξης του 9,8%, το 2021 είχαν αύξηση 7,2%. Στην ευρωζώνη το 2020 η μείωση ήταν 6,8% ενώ το 2021 είχαν αύξηση 10,3%. Να σημειωθεί ότι οι τιμές αυτές μεταβάλλονται σημαντικά από τους εκάστοτε έμμεσους φόρους, την ευρωπαϊκή πολιτική για τον περιορισμό των εκπομπών C02 και συνέβαλαν καθοριστικά στην επανεμφάνιση του πληθωρισμού. Οι τιμές της ενέργειας μετά την άνοδό τους το 2021 θα «προσγειωθούν» σε χαμηλότερα επίπεδα ετήσιων αυξήσεων για την περίοδο 2022-2026, για την Ελλάδα και την ευρωζώνη, γύρω στο 2%. Βεβαίως, η μείωση του ρυθμού αύξησης των τιμών, δεν συνεπάγεται μείωση των τιμών, απλώς σημαίνει ότι από το σημείο που έφτασαν τώρα θα κινηθούν αυξητικά αλλά με πολύ μικρότερο ρυθμό.
Συνεπώς θα πρέπει βραχυχρονίως, α) να απομειωθεί το σοκ στα οικονομικά των νοικοκυριών με επακόλουθο, βεβαίως, την επιβάρυνση των δημοσίων οικονομικών, β) να αναπτυχθεί η ενέργεια από φθηνότερες κοινωνικοοικονομικά πηγές και γ) να ληφθούν μέτρα για την απορρόφηση του σοκ στις επιχειρήσεις από το κράτος αλλά ιδίως από τις επιχειρήσεις.
Υπολογίζεται ότι για την ελληνική οικονομία μία αύξηση της τιμής της ενέργειας, κατά 10% θα μειώσει το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 0,10% το 2021, 0,07% το 2022 συνεχίζοντας με αντίστοιχα μειούμενα ποσοστά μέχρι το 2030. Ηδη υφιστάμεθα τις πιέσεις αυτές αλλά το γεγονός ότι είμαστε σε περίοδο πολύ μεγάλης μεγέθυνσης δεν τις προσέχουμε.
Η ουσιαστική πάντως μεσομακροπρόθεσμη απάντηση στην ενεργειακή κρίση θα προέλθει από την αύξηση του ιδιωτικού διαθέσιμου εισοδήματος (μείωση φόρων, ανάπτυξη) και την πρόοδο της καινοτομίας.
Συμπερασματικά το θέμα του κόστους της ενέργειας θα πρέπει να εξετάζεται κάτω από το πρίσμα του διλήμματος, που δημιουργείται από τη μια μεριά από την ανάγκη μεταστροφής του παραγωγικού μοντέλου για την προώθηση της πράσινης οικονομίας και τη συνακόλουθη αύξηση του ενεργειακού κόστους (Ευρώπη, Ελλάδα) και από την άλλη πλευρά του ρυθμού ανάπτυξης αφού κάθε αύξηση της τιμής της ενέργειας λειτουργεί αρνητικά.
Συνεπώς, επιβάλλεται ο επαναπροσανατολισμός της οργάνωσης του παραγωγικού μοντέλου ώστε να παράγεται πράσινη φθηνότερη ενέργεια στο πλαίσιο μίας αναθεωρημένης ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής. Η Ευρώπη δηλαδή θα πρέπει να επανεξετάσει το θεσμικό ενεργειακό πλαίσιο το οποίο έτσι και αλλιώς δεν έχει δημιουργηθεί για να αντιμετωπίζει σημαντικές κρίσεις ιδίως σε τομείς με τόσο υψηλές εξωτερικές οικονομίες.
Ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι καθηγητής ΕΚΠΑ