Είναι ίσως λίγες οι στιγμές, οι πραγματικές, που μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει ιστορικές για μία χώρα, ένα έθνος, μία κυβέρνηση. Η Ελλάδα έχει βιώσει τέτοιες ιστορικές στιγμές όπως ήταν η προσχώρηση στην ΕΟΚ το 1981. Στιγμές που καθόρισαν την πορεία μιας χώρας, και που ενδεχομένως χαρακτηρίζονται ιστορικές εκ των υστέρων, με μία σε βάθος χρόνου αξιολόγηση. Μία τέτοια ιστορική στιγμή θα τολμήσω να προικονομήσω ότι συντελείται με την υπογραφή της ελληνογαλλικής συμφωνίας στρατηγικής εταιρικής σχέσης για τη συνεργασία στην άμυνα και ασφάλεια.
Ιστορική στιγμή για την Ελλάδα που εδώ και δυο χρόνια υλοποιεί ένα στρατηγικό όραμα, μία ισχυρή αμυντική και εξωτερική πολιτική, θωρακίζοντας τα εθνικά συμφέροντα και εδραιώνοντας παράλληλα την αξιοπιστία και την παρουσία της χώρας μας διεθνώς. Μέσα σε μόλις δυο χρόνια, με ιδιαίτερο συμβολισμό αλλά και προκλήσεις, η Ελλάδα αναγνωρίστηκε ως η αιχμή του δόρατος των ευρωπαϊκών συνόρων, απέκρουσε την τουρκική επιθετικότητα, ενδυνάμωσε τις συμμαχίες της, σύναψε σχήματα διπλωματικής, ενεργειακής και αμυντικής συνεργασίας με την πλειονότητα των μεσογειακών χωρών, και αύξησε την επικράτειά της στο Ιόνιο.
Τώρα, με αυτή την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις αλλά και η ελληνική αμυντική βιομηχανία ισχυροποιούνται και εκσυγχρονίζονται ακόμα περισσότερο. Αυτό για τη χώρα μας έχει τεράστια προστιθέμενη αξία, καθώς η ισχυρή αμυντική ικανότητα αποτελεί βασική αρχή και προϋπόθεση για ισχυρή εξωτερική πολιτική και διπλωματία.
Πρωτίστως όμως, και εδώ έγκειται ο ιστορικός χαρακτήρας της συμφωνίας, τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και η ακεραιότητα της ελληνικής επικράτειας γίνονται, για πρώτη φορά, οργανικό μέρος του αμυντικού σχεδιασμού μίας χώρας συμμάχου, και μάλιστα της μεγαλύτερης στρατιωτικής και πυρηνικής δύναμης της Ευρώπης.
Ακόμα, αν επεκτείνουμε το βλέμμα μας από το στενό πλαίσιο της διακρατικής συμφωνίας προς την ευρύτερη στρατηγική ευκαιρία που παρουσιάζεται, προκύπτει και μία επιπλέον ιστορικότητα, αυτή τη φορά για ολόκληρη την Ευρώπη. Οι μετατοπίσεις, γεωπολιτικά, των ισορροπιών ισχύος και η στροφή της Αμερικής στην Ασία δημιουργούν τις προϋποθέσεις που η Ευρώπη χρειάζεται για να κάνει το επόμενο βήμα. Δεν μπορούμε πλέον να κρυβόμαστε πίσω από στερεότυπα και ταμπού μιας άλλης εποχής.
Αυτό αναγνώρισαν Μακρόν και Μητσοτάκης, δράττοντας την ευκαιρία για να κάνουν το βήμα μπροστά. Η συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας ανοίγει τον δρόμο για τη στρατηγική αμυντική χειραφέτηση ολόκληρης της Ευρώπης. Δίνεται πλέον εμπράκτως η δυνατότητα μελών του ΝΑΤΟ να δημιουργούν παράλληλη αμυντική στρατιωτική συνεργασία, με γνώμονα τα κοινά εθνικά και ευρωπαϊκά τους συμφέροντα, και μάλιστα προς υπεράσπισή τους ακόμα και έναντι άλλων μελών του ΝΑΤΟ. Η αποδοχή δε της συμφωνίας από την Αμερική ισχυροποιεί έτι περαιτέρω το επιχείρημα ότι τα αμυντικά και στρατηγικά συμφέροντα της Ευρώπης αποτελούν πλέον δική της ευθύνη.
Η ουσία λοιπόν αυτής της συμφωνίας είναι ότι χάρη στα γρήγορα αντανακλαστικά του Πρωθυπουργού, μετά τα νέα δεδομένα που δημιούργησε η συμφωνία AUKUS, η Ελλάδα πέτυχε μια ισχυρή αμυντική συμφωνία, οικονομικά συμφέρουσα, εκπληρώνοντας τον πάγιο στρατηγικό αμυντικό στόχο όλων των κυβερνήσεων διαχρονικά, και έθεσε τα θεμέλια μιας αμυντικά ανεξάρτητης Ευρώπης.
Η Ντόρα Μπακογιάννη είναι βουλευτής Χανίων της ΝΔ, πρώην υπουργός Εξωτερικών