Δεν είναι η πρώτη φορά που η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με ενεργειακές κρίσεις. Μέσα στη δεκαετία του ’70, χωρίς την παγκόσμια διασύνδεση που υπάρχει σήμερα, υπήρξαν πολλά κράτη που δεν κατάφεραν να βγουν αλώβητα από τη δοκιμασία και, μαζί, πολλά νοικοκυριά που δυσκολεύτηκαν να αντεπεξέλθουν στη νέα πραγματικότητα. Στην Ευρώπη θυμούνται πολύ καλά εκείνες τις μέρες, γι’ αυτό και μία προς μία οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης σπεύδουν να λάβουν τα μέτρα τους, σε συνεννόηση για τη χάραξη μιας κοινής γραμμής.
Οπως οι υπόλοιποι παίκτες της διεθνούς σκακιέρας και κυρίως όπως οι εταίροι της, έτσι και η Αθήνα πρέπει να δείξει μεγάλη προσοχή στη νέα παγκόσμια ενεργειακή κρίση, που έχει και γεωπολιτικά χαρακτηριστικά. Γνωρίζουμε πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν προβλέπει άμεση αποκλιμάκωση τιμών. Η κυβέρνηση, άρα, ξέρει τι έρχεται και πρέπει να βρει τρόπο ώστε οι συνέπειες για τους πολίτες και τον κρατικό προϋπολογισμό να είναι διαχειρίσιμες. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι νομοθετικές πρωτοβουλίες για την ενεργειακή μετάβαση, αλλά και η αύξηση των επιδομάτων για ρεύμα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Δεν είναι εύκολη η αποστολή που έχει μπροστά της, όμως είναι απαραίτητο να πετύχει τον στόχο να περιοριστούν οι επιπτώσεις των αυξήσεων των τιμών για τους καταναλωτές. Το μάθημα είναι πλέον γνωστό: αυτού του είδους οι κρίσεις, αν δεν αντιμετωπιστούν σωστά, φέρνουν μαζί τους κι άλλες.
Από πολλές απόψεις, ο χειμώνας προβλέπεται βαρύς. Το τελευταίο που θέλουμε στην Ελλάδα είναι να πιαστούμε αδιάβαστοι ή να την πατήσουμε ως αγράμματοι την εποχή της παγκοσμιοποίησης.