Εχει περάσει ακριβώς ένας χρόνος από την ημέρα που η ελληνική Δικαιοσύνη εξέδωσε την απόφαση της καταδίκης και των 18 πολιτικών στελεχών της Χρυσής Αυγής. Η πολιτεία έκανε το χρέος της στέλνοντας στη φυλακή ως εγκληματική οργάνωση την ηγετική ομάδα του κόμματος. Και το εκλογικό σώμα είχε κάνει το δικό του, στις 7 Ιουλίου του 2019, όταν άφησε εκτός Βουλής τους εκπροσώπους του νεοναζιστικού μορφώματος.
Δυστυχώς, στην πρώτη επέτειο μιας ιστορικής στιγμής για τη Δημοκρατία μας στη δημόσια συζήτηση έχει επιστρέψει το φάντασμα της Ακροδεξιάς. Τα επεισόδια στο ΕΠΑΛ της Σταυρούπολης, αλλά και η ρητορική που έχει επιλέξει το πολιτικό σύστημα για να τα εντάξει στην αντιπαράθεση μεταξύ των μελών του, έχουν ξανακάνει ως έναν βαθμό επίκαιρο αυτό το άκρο του πολιτικού φάσματος. Η ανησυχία για το ενδεχόμενο επανόδου των χρυσαυγιτών – και κυρίως του χρυσαυγιτισμού – είναι διάχυτη, τη συμμερίζονται άνθρωποι ανεξαρτήτως της ιδεολογικής τους τοποθέτησης.
Το παρελθόν, όμως, κατά τη διάρκεια του οποίου μια σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων έδωσε με την ψήφο του τη δυνατότητα στους φασίστες να φορέσουν κοινοβουλευτικό κοστούμι προκειμένου να προσπαθήσουν να αλώσουν το δημοκρατικό πολίτευμα από τα μέσα, είναι πολύ πρόσφατο. Κανείς δεν το έχει ξεχάσει. Και ουδείς δικαιούται να το παραβλέψει.
Γι’ αυτό οφείλουμε όλοι – πολίτες και πολιτικοί – να μην επαναλάβουμε τα λάθη εκείνης της περιόδου. Ολο το δημοκρατικό τόξο καλείται να συνασπιστεί για να διασφαλίσει ότι έχει μπει τέλος σε κάθε μορφής νεοναζιστικά μορφώματα. Το κακό είναι πράγματι κοινότοπο, όμως για να μην επικρατήσει πρέπει να φροντίσουμε να το ορίζουμε καθημερινά ως τέτοιο ώστε να το απομονώνουμε. Πλέον έχουμε την εμπειρία.