Εναν μήνα περιθώριο έχουν οι εκπρόσωποι της Καθολικής Εκκλησίας στη Γαλλία προκειμένου να μελετήσουν την έκθεση-σοκ που τους παρέδωσε η ανεξάρτητη επιτροπή για τη σεξουαλική κακοποίηση στους κόλπους της, κάνοντας λόγο για 330.000 ανήλικα παιδιά κακοποιημένα τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, και να αποφασίσουν ποιες από τις 45 εισηγήσεις της θα υιοθετήσουν. Ο Πάπας μίλησε για «ντροπή», οι επίσκοποι ζήτησαν «συγγνώμη», όμως η γαλλική έκθεση επαναφέρει στην επικαιρότητα τα πολλαπλά ανάλογα σκάνδαλα παιδοφιλίας στα οποία έχει εμπλακεί τα τελευταία τριάντα χρόνια η Καθολική Εκκλησία.  

Τον δρόμο άνοιξε η Ιρλανδία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με μία σειρά αποκαλύψεων, δημόσιων ερευνών και δικών με την εμπλοκή εκατοντάδων ιερέων ή μοναχών. Μία από τις δημόσιες έρευνες, που πραγματοποιήθηκε σε 250 θρησκευτικά ιδρύματα, κατέληξε το 2009 στο συμπέρασμα πως οι βιασμοί και η κακοποίηση ήταν «ενδημικοί» σε αυτά τα ορφανοτροφεία και τα επαγγελματικά σχολεία, και τα θύματα ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες. Η κυβέρνηση διέταξε επίσης τη διεξαγωγή ερευνών γύρω από τα πολλά θρησκευτικά ιδρύματα για άγαμες μητέρες. Τα σκάνδαλα αυτά συνέβαλαν σημαντικά στην εκκοσμίκευση μιας από τις βαθύτερα καθολικές κοινωνίες της Ευρώπης.  

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η αμερικανική Καθολική Εκκλησία παλεύει με το ίδιο ζήτημα εδώ και σχεδόν 20 χρόνια. Η πρώτη υπόθεση αποκαλύφθηκε από την «Boston Globe» το 2002, και κατέληξε στην παραίτηση του καρδιναλίου Μπέρναρντ Λο, που παραδέχθηκε ότι κάλυπτε παιδόφιλους ιερείς για χρόνια. Δεκάδες χιλιάδες ανάλογες περιπτώσεις αποκαλύφθηκαν στη συνέχεια σε όλες τις ΗΠΑ, πολλοί ιερείς καταδικάστηκαν από τη Δικαιοσύνη και άλλοι υποχρεώθηκαν σε παραίτηση επειδή είχαν κλείσει τα μάτια. Τέλη της δεκαετίας του 2010, περισσότερες από 150 επισκοπές υποχρεώθηκαν να καταβάλουν αποζημιώσεις συνολικού ύψους 3 δισ. δολαρίων σε περίπου 5.700 θύματα, ενώ το 2019 ο Πάπας αποσχημάτισε τον επίτιμο αρχιεπίσκοπο της Ουάσιγκτον, καρδινάλιο Θίοντορ Μακάρικ.  

Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, και δη στο Βέλγιο, ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή ανέλαβε το 2010 να ερευνήσει τη σεξουαλική βία στην Εκκλησία: η παραίτηση του επισκόπου της Μπριζ, Ρότζερ Βανγκελούβε, ο οποίος παραδέχθηκε ότι είχε κακοποιήσει τον οκτάχρονο ανιψιό του, είχε βάλει τέλος στην ομερτά. Ο τότε προκαθήμενος της Εκκλησίας βέβαια, Αντρέ Λεονάρ, αρνιόταν κάθε ιδέα «δυσλειτουργίας» του θεσμού, ακριβώς αυτό επιβεβαίωσε ωστόσο η επίσημη έρευνα. Εκτοτε κάπου 1.200 άνθρωποι έχουν καταθέσει αγωγές. Μία δομή ανεξάρτητη από την Εκκλησία μάλιστα, ένα κέντρο διαιτησίας, φρόντισε να ακουστούν, και να λάβουν οικονομική αποζημίωση, και τα θύματα εγκλημάτων που είχαν πια παραγραφεί.  

Στη γειτονική Γερμανία, έπειτα από δύο δεκαετίες συζητήσεων, η Διάσκεψη των Επισκόπων παρήγγειλε μία έρευνα το 2013: δημοσιοποιήθηκε το 2018, έχοντας εντοπίσει 1.670 καταγγελθέντες για παιδοφιλία κληρικούς, την περίοδο 1946-2014, και 3.677 καταγγελίες θυμάτων στα αρχεία της Εκκλησίας. Το σοκ από την έκθεση αυτή γίνεται ακόμη αισθητό, περισσότεροι από 1.400 άνθρωποι που είχαν πέσει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ως ανήλικοι έχουν αποκαλύψει τι τους συνέβη τα τελευταία χρόνια. Αρχές Ιουνίου, ο αρχιεπίσκοπος του Μονάχου, Ράινχαρτ Μαρξ, προσέφερε την παραίτησή του στον Φραγκίσκο, ο οποίος δεν την έκανε δεκτή. Οι κλυδωνισμοί συνεχίζονται πάντως, ιδιαίτερα στην Κολονία, με τον καρδινάλιο Ράινερ Βέλκι να βρίσκεται στο στόχαστρο πιστών και ιερέων για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν οι υπεύθυνοι της επισκοπής τις καταγγελίες παιδοφιλίας.  

Οσο για την Αυστραλία, τον Δεκέμβριο του 2017, αφού πρώτα συγκέντρωσε τις μαρτυρίες κάπου 8.000 θυμάτων, μια επιτροπή έρευνας αποκάλυψε μια «εθνική τραγωδία»: σύμφωνα με την έκθεσή της, παιδιά είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά στους περισσότερους θεσμούς όπου έρχονταν ενήλικοι σε επαφή με ανηλίκους, η Εκκλησία ήταν όμως υπεύθυνη για ένα 37% των εγκλημάτων που καταγγέλθηκαν στην επιτροπή. Σε 7% υπολόγισε η τελευταία το ποσοστό των παιδόφιλων ιερέων την περίοδο 1950-2010. Η Καθολική Εκκλησία ήταν και ένας από τους πρώτους θεσμούς που δεσμεύθηκαν να συμμετάσχουν στο «εθνικό σύστημα αποζημιώσεων» των θυμάτων το οποίο θέσπισε η κυβέρνηση το 2018.