Την προηγούμενη φορά, ο αντισυστημικός λόγος πήγαζε από την οικονομία και απειλούσε τη δημοκρατία. Αυτή τη φορά, πηγάζει από την πανδημία και απειλεί πρωτίστως, αλλά όχι αποκλειστικά, τη δημόσια υγεία. Κοινά γνωρίσματα των δύο καταστάσεων το μίσος, ο φόβος, οι θεωρίες συνωμοσίας, η περιφρόνηση της λογικής – και η βία.
Στη βάση αυτών ακριβώς των γνωρισμάτων γίνεται τώρα μια προσπάθεια να συγκροτηθεί ένα νέο «κίνημα» με ακροδεξιά χαρακτηριστικά. Παρακλάδια και απομεινάρια της Χρυσής Αυγής, η οποία καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση πριν από έναν ακριβώς χρόνο, επιχειρούν να διεισδύσουν στον χώρο των αντιεμβολιαστών και να δημιουργήσουν ένα σχήμα που αφενός θα κάνει αισθητή την παρουσία του στους δρόμους και αφετέρου θα λάβει μέρος στις εκλογές προσδοκώντας κέρδη από το σύστημα της απλής αναλογικής.
Η επικίνδυνη αυτή ώσμωση θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με δύο τρόπους. Ο ένας είναι η αυστηρή εφαρμογή του νόμου οποτεδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο σημειώνεται παραβίαση της τάξης. Τώρα ξέρουμε: η υποβάθμιση του τέρατος μπορεί να στοιχίσει ακόμη και ανθρώπινες ζωές.
Ο δεύτερος τρόπος είναι η διάκριση των αντιεμβολιαστών σε «ψεκασμένους» και φοβισμένους. Καμιά από τις δύο κατηγορίες δεν πρέπει να χαριστεί στην Ακροδεξιά. Αν όμως οι πρώτοι δύσκολα μπορεί να πειστούν να εγκαταλείψουν τις σκοταδιστικές τους πεποιθήσεις, οι δεύτεροι είναι ανοιχτοί στη δύναμη των επιχειρημάτων και της πειθούς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, χάρις σε αυτή την πειθώ, εκείνοι που αντιμετωπίζουν τον εμβολιασμό με τη λογική του «βλέποντας και κάνοντας» μειώθηκαν μέσα σε έξι μήνες από το 17% στο 7% του ενήλικου πληθυσμού. Αλλά και το εμβολιαστικό «θαύμα» της Πορτογαλίας δείχνει ότι, στις δύσκολες καταστάσεις, οι πολίτες θέλουν καθοδήγηση, όχι λαϊκιστικές ρητορείες.
Η δημοκρατία δεν φοβάται τους εχθρούς της και διαθέτει ένα μεγάλο οπλοστάσιο για να τους αντιμετωπίσει. Οπως και στην υγεία όμως, έτσι και στην πολιτική, δίπλα στην καταστολή υπάρχει και η πρόληψη. Η μεγάλη δύναμη της δημοκρατίας και το ανυπέρβλητο πλεονέκτημά της είναι η ήπια ισχύς της.