Η οξύτητα με την οποία η αξιωματική αντιπολίτευση επιμένει να αντιπαρατίθεται στην κυβέρνηση για θέματα που έχουν ηθικολογική διάσταση δεν είναι τυχαία. Μπορεί μάλιστα να χρησιμοποιεί ανίσχυρα ή τραβηγμένα απ’ τα μαλλιά επιχειρήματα, η στάση της να μην έχει συνέπεια, να μην έχει επιχειρήματα, αλλά τη δουλειά της την κάνει με το παραπάνω: ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βρει τους τόνους που συντηρούν και αναπαράγουν έναν νέο αντισυστημισμό.
Αυτόν τον αντιπολιτευτικό μηδενισμό στοχεύει και η πρόταση εξεταστικής επιτροπής που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ για την υποτιθέμενη χειραγώγηση των δημοσκοπήσεων και της δημοσιογραφίας. Γνωρίζουν ότι επί της ουσίας δεν θα αποδείξουν τίποτα. Αλλά επιμένουν, επειδή ακόμα κι όταν δεν αποδεικνύεται μια κατηγορία για διαπλοκή, οι αντίπαλοι μπορούν να την επικαλούνται. Η επιλογή τους είναι ακόμα μια φορά λασπώδης και γκεμπελική.
Η ΝΔ χάρισε στον ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα της ανασυγκρότησής του, ως δημαγωγική δύναμη που παραμένει λαϊκιστική, ίσως επειδή πίστεψε ότι η πολιτική ηγεμονία της τον έκανε εύκολο αντίπαλο, ή ίσως επιδιώκοντας να καταλαγιάσουν τα πάθη του παρελθόντος, σε μια προσπάθεια εξομάλυνσης του πολιτικού βίου της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν αποδέχτηκε το δώρο, και ξανάρχισε τα ίδια. Πάει γυρεύοντας δηλαδή να επιστρέψει η συζήτηση στα κυβερνητικά πεπραγμένα του. Και φυσικά η κυβέρνηση πήρε τη σκυτάλη.