Είναι φέτος 50 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη. Οσα και τα χρόνια, πάνω – κάτω, πολλών από μας, που αρχίσαμε να υπάρχουμε ποιητικά τον καινούργιο αιώνα – μετά το 2000. Για εμάς, αισθάνομαι, η ποίηση του Σεφέρη, ενώ διατηρεί ακέραιο τον πυρήνα της δραματικής της συγκίνησης, μοιάζει πολλές φορές με ωραίο δώρο που δεν ανοίχτηκε και το περιτύλιγμά του είναι πια πολυκαιρισμένο, αδιάφορο, ά-σχημο. Δεν μας λέει πολλά, όλων εμάς, η «Κύπρος όπου τον εθέσπισαν», η Αγιάναπα, η Εγκωμη, οι Πλάτρες, οι κολόκες του ζωγράφου Διαμαντή ή αλλού η βυθισμένη «Κίχλη» του Πόρου και η Νότια Αφρική του Στράτη Θαλασσινού και η Ασίνη ή η Χώρα του Αχωρήτου. Αυτή η αίσθηση, ενός περιτυλίγματος που πρέπει ίσως να σκιστεί για να χαρούμε επιτέλους καλύτερα το δώρο της ατόφιας συγκίνησης που περιέχει, με έκανε να γράψω το ακόλουθο ποίημα. Οπότε, δεν θέλω να το διαβάσετε σαν άλλη μια τελετουργική πατροκτονία, αλλά σαν μια προσπάθεια διάσωσης της συγκίνησης – σαν μια συγκίνηση με άλλα, προσφορότερα μέσα.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ