Με πρόσφατη την απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη η νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο «Αξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη αποτελούσε, λόγω συγκυρίας, την τελευταία «εφαρμογή» μιας διαχρονικής πρακτικής του συνθέτη: αυτό το έργο να συστήνεται ως άκουσμα σε διαφορετικές γενιές (είχε σημασία, για παράδειγμα, ότι τα δύο μπουζούκια της παράστασης ήταν οι νεαροί Γιώργος Μάτσικας και Βασίλης Κορακάκης).

Υπό το πρίσμα της συγκυρίας η συγκίνηση ήταν δεδομένη. Η χθεσινή συναυλία, όπως και η εναρκτήρια της 29ης Οκτωβρίου, ήταν οι πρώτες στον τριετή κύκλο προς τιμήν του Μίκη Θεοδωράκη, τον οποίο ο καλλιτεχνικός διευθυντής Γιώργος Κουμεντάκης είχε οργανώσει πριν από την απώλεια του μουσικοσυνθέτη. Δύσκολα, λοιπόν, θα μπορούσε να βρεθεί πιο συμβολική εκκίνηση από το λαϊκό ορατόριο το οποίο ο Θεοδωράκης ολοκλήρωσε το 1961 (60 χρόνια πριν), για να το ηχογραφήσει τρία χρόνια αργότερα στην ιστορική πλέον εκδοχή. Η εξοικείωση του ακροατηρίου με μία από τις «μυθολογίες» του νεοελληνικού πολιτισμού και η φορτισμένη συμβολικά έναρξη του αφιερωματικού κύκλου, με το λυρικό να κερδίζει έδαφος από το επικό, δεν άφηναν περιθώριο για επιμέρους μουσικολογικές παρατηρήσεις.

Αλλωστε εκτός από την ιδιότητα του «λαϊκού ερμηνευτή» ο Γιώργος Νταλάρας μετέφερε επί σκηνής μέρος της προσωπικής του διαδρομής. Ηταν αναμενόμενο ότι το κοινό του επιφύλασσε τον ρόλο της «γέφυρας» ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές και είδη μουσικής: ο ερμηνευτικά συγγενής του Μπιθικώτση, ο μελετητής του Θεοδωράκη, ο μουσικός που ξέρει να διαβάζει σημεία των νεότερων καιρών. Με την πείρα αυτή στάθηκε μπροστά στη νέα παραγωγή, σε διεύθυνση του ανερχόμενου αρχιμουσικού Στάθη Σούλη, με τη συμμετοχή της Ορχήστρας της ΕΛΣ και πολλών δικών του δοκιμασμένων οργανοπαικτών στη λαϊκή ορχήστρα (ενδεικτικά: Ανδρέας Κατσιγιάννης στο σαντούρι, Χρήστος Ζέρβας στην κιθάρα, Θανάσης Σοφράς στο κοντραμπάσο και τα ντραμς).

ΤΟ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑ. Εκτός από τον «μαραθωνοδρόμο» του λαϊκού τραγουδιού το χειροκρότημα του κοινού κέρδισαν – με το σπαθί τους – ο έτοιμος από καιρό Δημήτρης Πλατανιάς στον ρόλο του Ψάλτη (βαρύτονος) και ο ηθοποιός Γιώργος Γάλλος, που επέλεξε τον τόνο αφήγησης ενός παλιού «μύθου». Η επιστροφή στη σκηνή μετά το τέλος της συναυλίας ήταν κι αυτή αναμενόμενη. Το «Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», όπως έχει αποδειχθεί σε πολλές συναυλίες όσο ζούσε ο Μίκης Θεοδωράκης, έχει περάσει κι αυτό στη μυθολογία της κοινότητας – εν μέρει καταδικασμένο να μην απηχεί πλέον τη συναισθηματική γεωγραφία του πρωτότυπου. Καταλήγει ενίοτε μπιζάρισμα, όταν το κοινό το απαιτεί.  

Τη διεύθυνση της Χορωδίας της Λυρικής Σκηνής είχε ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Το σημείωμα στο πρόγραμμα για το ιστορικό πλαίσιο του «Αξιον εστί» υπέγραφε η μουσικολόγος Βάλια Βράκα (Αρχείο Ελληνικής Μουσικής, Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη»).