Eστω και καθυστερημένα, έστω και την τελευταία στιγμή, ο συνδυασμός της πειθούς και των μέτρων φέρνει αποτελέσματα: οι εμβολιασμοί, ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί η πανδημία, αυξάνονται. Και είναι ενθαρρυντικό ότι αυτό παρατηρείται κατ’ εξοχήν στη Βόρεια Ελλάδα, όπου η κατάσταση είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένη.

Αυτό όμως είναι και το μόνο καλό νέο των ημερών. Γιατί παράλληλα με την αύξηση των εμβολιασμών αυξάνονται και τα κρούσματα, όπως αυξάνεται και ο αριθμός των διασωληνωμένων που ξεπέρασε το φράγμα των 500. Ο λόγος είναι απλός: οι πολίτες άνω των 60 ετών, που κινδυνεύουν περισσότερο να νοσήσουν βαριά και να καταλήξουν, εξακολουθούν να διστάζουν ή να αρνούνται να εμβολιαστούν.

Η πίεση στο σύστημα υγείας είναι έτσι ασφυκτική. Η αντοχή των νοσοκομείων δοκιμάζεται. Και η πτώση της θερμοκρασίας δεν βοηθάει, καθώς οι πολίτες συγκεντρώνονται πλέον στους κλειστούς χώρους. Τα Χριστούγεννα που έρχονται μπορεί να είναι εφιαλτικά.

Οι συστάσεις λοιπόν δεν φτάνουν. Πρέπει να εξεταστούν και κατασταλτικά μέτρα, που θα στοχεύουν κυρίως στους ανεμβολίαστους, οι οποίοι κινδυνεύουν πέντε φορές περισσότερο από τους εμβολιασμένους να αρρωστήσουν και δέκα φορές να πεθάνουν. Στην Κεντρική Ευρώπη, όπου σημειώνεται επίσης έξαρση της πανδημίας, εξετάζεται η περίπτωση να επιβληθεί λοκντάουν μόνο γι’ αυτούς. Αλλα μέτρα που συζητιούνται αυτές τις ημέρες είναι η επέκταση του υποχρεωτικού εμβολιασμού σε κατηγορίες εργαζομένων που έρχονται σε επαφή με το κοινό, η επίδειξη πράσινου διαβατηρίου για την επιβίβαση στα μέσα μεταφοράς, η επιστροφή της αναγκαστικής χρήσης μάσκας στους εξωτερικούς χώρους και, εφόσον χρειαστεί, η επίταξη γιατρών.

Η κυβέρνηση έχει επιλέξει να ακολουθήσει το μοντέλο «εβδομάδα – εβδομάδα» σε ό,τι αφορά τα μέτρα που λαμβάνει. Η ελπίδα είναι μέχρι τα Χριστούγεννα να έχει εμβολιαστεί το 70% του γενικού πληθυσμού. Γιατί, αν χάθηκε ο Νοέμβριος, πρέπει πάση θυσία να σωθεί ο Δεκέμβριος.