Πριν από λίγο καιρό, κανείς δεν πίστευε όσα στελέχη του Κινήματος Αλλαγής μιλούσαν για διψήφια ποσοστά του κόμματός τους. Οι εξελίξεις όμως των τελευταίων τριών εβδομάδων κάνουν αυτή την εποχή να μοιάζει, σε όλα της, μακρινή. Η επώδυνη και ξαφνική απώλεια της Φώφης Γεννηματά μόλις σαράντα ημέρες πριν από την κάλπη της 5ης Δεκεμβρίου, αλλά και το μέγεθος των υποψήφιων αρχηγών έστρεψαν την προσοχή όλων στην Κεντροαριστερά.
Πλέον το ΚΙΝΑΛ αγγίζει ή ξεπερνάει το 10% σε όλες τις μετρήσεις πρόθεσης ή εκτίμησης ψήφου, την ώρα που στα δύο μεγάλα κόμματα σημειώνεται μικρότερη ή μεγαλύτερη φθορά. Κανείς δεν γνωρίζει αν το σκηνικό θα είναι το ίδιο έως τις εθνικές κάλπες, ώστε το ΚΙΝΑΛ να αποτελέσει ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων. Μέχρι να βγει το εσωκομματικό αποτέλεσμα, ωστόσο, έχει γίνει ξανά ελκυστικό. Το συναίσθημα, αλλά και η ανάγκη για αξιόπιστες αντιπολιτευτικές λύσεις, απαραίτητες σε μια πολυφωνική δημοκρατία, το φέρνουν στο κέντρο της επικαιρότητας.
Πρόκειται για το πιο κρίσιμο σταυροδρόμι των τελευταίων ετών, μιας και το Κίνημα Αλλαγής βρίσκεται, για άλλη μια φορά στην ιστορία της παράταξης που εκπροσωπεί, μπροστά σε μια μεγάλη ευκαιρία. Με τους σωστούς χειρισμούς, τώρα που οι συνθήκες είναι με το μέρος του, οι αριθμοί δείχνουν πως μπορεί να γίνει ξανά ένας εκ των δύο κυρίαρχων πολιτικών πόλων. Αυτή η ευκαιρία, ωστόσο, ενδεχομένως να είναι και η τελευταία του και βρίσκεται στα χέρια όλων όσοι αναμειγνύονται σε αυτές τις εσωκομματικές εκλογές. Οχι για να επιχειρήσουν τη μεγάλη επιστροφή, αλλά για να αποδείξουν πως ο παραδοσιακός εκφραστής της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα δεν είναι μια τελειωμένη υπόθεση.