Συνιστά αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ραγδαία κλιμάκωση του «τεχνολογικού κύματος» σε όρους σύγχρονων ψηφιακών τεχνολογιών τις τελευταίες δεκαετίες (π.χ. μικρο-ηλεκτρονική, φωτονική, Τεχνητή Νοημοσύνη, Διαδίκτυο των Πραγμάτων), τροφοδοτεί τάχιστα τις παραγωγικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο. Προσφάτως, η συζήτηση για την «επιτάχυνση» του ψηφιακού μετασχηματισμού εν μέσω της πανδημίας καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης. Εντούτοις, η ανάγνωση των τάσεων ψηφιακής ωριμότητας στο επίπεδο των εγχώριων μικρών επιχειρήσεων δεν αφήνει αρκετά περιθώρια θετικών εκτιμήσεων ως προς μια ευρεία, συμμετρική ή κλιμακούμενη ψηφιακή προσαρμογή.

Με βάση τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI, 2020) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επί συνόλου 28 κρατών-μελών της ΕΕ, η Ελλάδα κατατάσσεται 27η για το έτος 2020. Τα ποσοστά των ΜμΕ που πραγματοποίησαν πωλήσεις μέσω Διαδικτύου ή διασυνοριακές ηλεκτρονικές πωλήσεις παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά, ενώ σε αντίστοιχες έγκυρες μετρήσεις διεθνών οργανισμών, η ενσωμάτωση περισσότερο σύνθετων ψηφιακών τεχνολογιών (π.χ. ρομποτική) από τις ΜμΕ βρίσκεται σε ακόμη χαμηλότερο επίπεδο.

Αντιστοίχως, σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (2020-2021), ο βαθμός ψηφιακής ωριμότητας της πλειονότητας των μικρών επιχειρήσεων – ιδιαίτερα στους κλάδους χαμηλής τεχνολογικής έντασης – παραμένει εξαιρετικά χαμηλός, ενώ οι ΜμΕ διακρίνονται από διαφοροποίηση και μεταβλητές ταχύτητες ως προς την ψηφιακή τους ωριμότητα συναρτήσει συγκεκριμένων παραμέτρων (π.χ. κλάδος, μέγεθος επιχειρήσεων).

Ενα περιορισμένο ποσοστό των ΜμΕ πραγματοποιεί επενδύσεις, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και τεχνολογίες χαμηλής συνθετότητας.

Η ενδελεχής ανάλυση των στοιχείων σχετικά με την προσαρμογή των μικρών επιχειρήσεων στην αναδυόμενη ψηφιακή συνθήκη, φέρνει στην επιφάνεια την αμφισβήτηση ορισμένων ευρύτερα «διαδεδομένων μύθων». Εν πρώτοις, η επικρατούσα οπτική ότι η πανδημία λειτούργησε ως «ψηφιακός επιταχυντής» δεν επιβεβαιώνεται, βάσει στοιχείων, στο επίπεδο των μικρών επιχειρήσεων (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, 2020 & 2021).

Δεύτερον, ο ψηφιακός μετασχηματισμός δεν αφορά μόνο την τεχνολογία αλλά και ένα πλήθος προϋποτιθέμενων οργανωτικών μετασχηματισμών. Τρίτον, η προώθηση του ψηφιακού μετασχηματισμού διεθνώς δεν βασίζεται πλέον μόνο στην προώθηση οριζόντιων πολιτικών ψηφιακής ανάπτυξης αλλά και στην εκπόνηση εξειδικευμένων μέτρων πολιτικής.

Η διεθνής εμπειρία μας τροφοδοτεί ήδη με διδάγματα ως προς την ανάπτυξη εξελιγμένων πολιτικών ψηφιακής ανάπτυξης σε δύο τουλάχιστον κατευθυντήριες ορίζουσες που περιλαμβάνουν:

¢ Πολιτικές ψηφιακής ανάπτυξης με διττή κατεύθυνση προς διαφορετικές κατηγορίες επιχειρήσεων (π.χ. επιχειρήσεις τεχνολογικής έντασης Vs τεχνολογικής υιοθέτησης) που διακρίνονται από διαφοροποιημένες παραγωγικές ανάγκες.

¢ Ολιστικές πολιτικές ψηφιακής ανάπτυξης που θα αντιμετωπίσουν τη μεταβλητή και ασύμμετρη ψηφιακή προσαρμογή μέσα από πολυλειτουργικές και πολυδύναμες προσεγγίσεις υποστήριξης επενδύσεων, ψηφιακών υποδομών, εξοπλισμού, ψηφιακών συστημάτων και συμπληρωματικών ικανοτήτων.

Η διαπίστωση ότι ο «ψηφιακός μετασχηματισμός» δεν αποτελεί μια αυτόματη διαδικασία για την πλειονότητα των μικρών επιχειρήσεων, αναδεικνύει την ανάγκη σχηματοποίησης εξελιγμένων πολιτικών ψηφιακής ανάπτυξης μέσα και από τη συνδυαστική αξιοποίηση των νέων χρηματοδοτικών εργαλείων (π.χ. Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας).  Η διαμόρφωση ενός υποστηρικτικού χρηματοδοτικού περιβάλλοντος αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση ψηφιακής μετάβασης για τις μικρές επιχειρήσεις.

Ο Αντώνης Αγγελάκης είναι επιστημονικό στέλεχος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ