Οσο και αν υπάρχουν ευρύτατα στρώματα ανθρώπων που του επιφυλάσσονται, αν δεν είναι και εχθρική απέναντι στο ποδόσφαιρο, υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων που κινείται ανάμεσα στους λάτρεις του ποδοσφαίρου και σε εκείνους που σφόδρα το αντιπαθούν. Επειδή ακριβώς είναι ένα άθλημα που το έχει «εξαγιάσει» η τέχνη. Θα έφτανε να αναφέρει κανείς τα ονόματα του Μάνου Χατζιδάκι και του Μανόλη Αναγνωστάκη για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, αν και εξίσου ή και μεγαλύτερη βαρύτητα δεν είχε η σκέψη πως, έστω και αν δεν θα το συνειδητοποιούσε ο ίδιος ποτέ, ότι όλος αυτός ο κόσμος που πλημμύριζε και πλημμυρίζει τα γήπεδα τις Κυριακές ιδωμένος ως θέαμα, εγείρει αισθήματα που μόνον κάτι το ακραιφνώς έντεχνο μπορεί να προκαλέσει. Για να μη μιλήσουμε για τις αναμνήσεις όλων αυτών των ανθρώπων είτε πρόκειται για ποδοσφαιρικές συναντήσεις ιστορικής σημασίας, είτε για συναντήσεις προορισμένες να μην τις θυμούνται – και αυτό όχι για πάντα – μόνον όσοι τις παρακολούθησαν. Επομένως όσο κι αν φαίνεται αυθαίρετο ως συμπέρασμα, χαρακτηριστικό των αναμνήσεων, είτε αναφέρονται σε γεγονότα χαρούμενα και ευτυχισμένα, είτε σε αντίστοιχα δυσάρεστα και μελαγχολικά –  είναι ότι σμιλευμένες μέσα στα χρόνια, συγκροτούν ένα έργο τέχνης προσωπικής βέβαια κοπής, οπωσδήποτε όμως τέχνης. Αφού πρόκειται για αναμνήσεις που δεν υπάρχουν ποτέ από μόνες τους αλλά συνδυάζονται πάντοτε με περιστατικά ευρύτερης σημασίας, όπως λόγου χάρη ποια ήταν η πολιτική συγκυρία ενώ έπαιζε ο Ολυμπιακός με τη Μίλαν ή ο Παναθηναϊκός με τη Γιουβέντους. Ευτυχώς όμως που δεν είναι μόνο τα μεγάλα γεγονότα που δίνουν νόημα στη ζωή των ανθρώπων – συχνά μάλιστα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο – έτσι ώστε δεν αποκλείεται να ακούσεις «είχα γυρίσει από το γήπεδο και αν και πεινούσα σαν λύκος, έφυγα αμέσως για το νοσοκομείο, ο μπαμπάς που είχε απλά πονέσει το πόδι του το μεσημέρι, έπρεπε να χειρουργηθεί επειγόντως».