Στην καλύτερη περίπτωση, τη θεωρούμε κάτι δεδομένο. Στη χειρότερη, κάτι γραφειοκρατικό, βαρετό, συχνά υποκριτικό. Δεν συνειδητοποιούμε συχνά την αξία, τον πλούτο και τη χρησιμότητα της ευρωπαϊκής οικογένειας. Εν αντιθέσει με τους εχθρούς της, που προσπαθούν με κάθε τρόπο να την αποσταθεροποιήσουν.
O τελευταίος είναι ο δικτάτορας της Λευκορωσίας, που χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό πρόσφυγες και μετανάστες, πρώτα προσελκύοντάς τους στη χώρα του κι ύστερα στέλνοντάς τους στα σύνορα με την Πολωνία. Δεν είναι ο πρώτος που το κάνει: πριν από αυτόν, είχε καταφύγει στην ίδια μέθοδο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, προκαλώντας τον Φεβρουάριο του 2020 ένταση στον Εβρο. Και φυσικά δεν είναι μόνος του: πίσω από τον Λουκασένκο βρίσκεται ο Πούτιν, ο οποίος τον στηρίζει και τον ενισχύει. Την ίδια στιγμή, ο ηγέτης της Ρωσίας δοκιμάζει τα αντανακλαστικά της Ευρώπης συγκεντρώνοντας στρατό στα σύνορα με την Ουκρανία ή υποκινώντας τη δράση εξτρεμιστικών στοιχείων στα Βαλκάνια.
Απέναντι σε αυτές τις κινήσεις, η Ευρώπη αντιδρά με βάση τις δυνατότητές της, αλλά και τις αρχές της. Εκφράζει την αλληλεγγύη της στην Πολωνία για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στα σύνορά της, χωρίς να υποχωρεί από την απαίτησή της να γίνεται σεβαστό στη χώρα αυτή το κράτος δικαίου. Και προειδοποιεί τη Μόσχα ότι θα υποστεί κυρώσεις αν παραβιάσει και πάλι την εδαφική ακεραιότητα άλλης χώρας. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι μερικές φορές θα μπορούσε να προλαβαίνει τη φωτιά αντί να τρέχει να τη σβήσει. Στην ενταξιακή πορεία πολλών βαλκανικών χωρών, για παράδειγμα, έχουν σημειωθεί ασυγχώρητες καθυστερήσεις. Κάποιοι ηγέτες θα μπορούσαν να βάζουν τα ευρωπαϊκά ιδανικά πάνω από τα συμφέροντα της βιομηχανίας τους.
Σε κάθε περίπτωση, αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη. Να αγωνιζόμαστε λοιπόν γι’ αυτό. Και να έχουμε επίγνωση ότι η ευρωπαϊκή κυριαρχία δεν αντιστρατεύεται την εθνική κυριαρχία, τη συμπληρώνει.