Επιτρέψτε μου σήμερα έναν ιδιαίτερο προσωπικό τόνο και μια έντονη συγκινησιακή φόρτιση που, ειλικρινά, δεν θα ήθελα κατά κανένα τρόπο να μετριάσω. Συμβαίνει, όχι μονάχα να είμαι υιοθετημένος ο ίδιος, αλλά να είμαι και η δεύτερη επιλογή των υποψηφίων θετών μου γονιών. Σύμφωνα με την έκθεση που είχε συντάξει η αρμόδια κοινωνική λειτουργός τον μακρινό Νοέμβριο του 1968, το ζευγάρι που τελικά με υιοθέτησε «είχεν επιλέξει έτερον μικρότερον [από εμένα], το οποίον δεν ήθελεν ως γονείς του το ζεύγος τούτο». Ενήλικος πια, ενήμερος της υιοθεσίας από τα δεκαεννέα μου, αναρωτήθηκα πολλές φορές – και όχι πάντοτε ανώδυνα – τι θα είχε συμβεί εάν οι θετοί μου γονείς είχαν επιμείνει στην πρώτη τους επιλογή. Αναφερόμαστε σε μια εποχή όπου το status για τις δημόσιες υιοθεσίες ήταν το ακριβώς αντίστροφο από το τωρινό: υψηλή προσφορά, χαμηλή ζήτηση. Καθώς τον Δεκέμβριο του 1968 έκλεινα τα εννέα μου χρόνια, με θεωρούσαν ήδη «μεγάλο για υιοθεσία» και το πιο πιθανό είναι ότι θα παρέμενα στο Πατριωτικό Ιδρυμα Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως (ΠΙΚΠΑ) έως ότου τελειώσω το τότε εξατάξιο γυμνάσιο. Ακόμη όμως και αν βρισκόταν κάποιο άλλο ζευγάρι γονέων για να με υιοθετήσει και να με λυτρώσει από το ίδρυμα και τον παρεπόμενο «ιδρυματισμό», θα ακολουθούσα υποχρεωτικά τη δική του ρότα και το πεπρωμένο μου θα ήταν από λίγο έως ολότελα διαφορετικό. Ενα απειροελάχιστο αναπήδημα της ειμαρμένης και η μπίλια θα στεκόταν στο διπλανό νούμερο. Πολλά χρόνια προτού επισκεφθώ καζίνο ή πιάσω τράπουλα στα χέρια μου, είχα νιώσει τον τζόγο στο πετσί μου.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ