Αυτός που έφυγε νωρίς
Τη θυμάμαι εκείνο το απόγεμα της Παρασκευής πριν από επτά χρόνια. Ηταν η τελευταία φορά που μίλησα με τον Μένη Κουμανταρέα, μιας και η ζωή με είχε ευλογήσει να με συγκαταλέγει αν όχι στους φίλους του, στους ανθρώπους που έκανε παρέα. Αφορμή ήταν ένα κείμενό μου σχετικά με το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών. Είχα κάνει μία αναφορά στον Κώστα Ταχτσή και τον τρόπο που δολοφονήθηκε και ήθελα τη γνώμη του. «Μην αλλάξεις ούτε κόμμα, δεν πρέπει να στρογγυλεύουμε τις γωνίες» μου είχε πει και συμφωνήσαμε, αν την επόμενη μέρα δεν καιγόταν η Αθήνα λόγω της πορείας για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, να βρισκόμαστε μαζί με τον Θανάση (Νιάρχο) στην ταβέρνα της Μαίρης, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, στην Κυψέλη. Φεύγοντας από το γραφείο, έτρεξα να πάρω εκείνα τα ζαχαρωμένα λεμονάκια που του είχα τάξει και όλο το αμελούσα. «Αυτή τη γεύση έχουν τα μυθιστορήματά σας» του είχα πει. «Μόλις τα «δαγκώσεις» σε ξινίζουν, μετά όμως απλώνεται στον ουρανίσκο σου μια στυφή γλύκα, ουδεμία σχέση με ζαχαρωτό. Πώς είναι δυνατόν το στυφό να σε γλυκαίνει;».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ