Μπήκε και ξαφνιαστήκαν όλες. Οµορφη, άσπρη όπως το φίλντισι µε τα κατάµαυρα φρύδια κάτω από το µετάξι, που έδενε σφιχτά στο κούτελο κρατώντας τα µαλλιά της µέσα. Στ’ αυτιά της κρέµονταν περουζέδες σ’ ολόχρυσα άγκιστρα που άστραφταν σε κάθε κίνησή της.

Κάθισε ανάµεσά τους κι άνοιξε η κουβέντα για τα φετινά µεταξωτά υφάσµατα που φέρανε από την Τεργέστη και την Κύπρο οι ισναφλίδες, γιατί µαθεύτηκε η οµορφιά τους και µέχρι στο χαρέµι του Σουλτάνου τους ζήτησαν και τα ‘δειξαν προχτές. Ορίσανε άλλη µια συνάντηση για τα υφάσµατα µε σχέδια και ράφτρες κι έτσι όπως φουντώνανε προτάσεις και διαφωνίες, σηκώθηκε, έδειξε µε το χέρι της τους τοίχους και είπε:

– Θα βάψω σκούρο κόκκινο τους τοίχους εδώ µέσα, σκούρο όπως τα βύσσινα.

Την κοίταξαν, ένιωσε την ψυχράδα. Πάλι αυτή η ξένη, µε τις παραξενιές της µες την οικογένειά µας.

– Και πού ακούστηκε αυτό, εξαδέλφη! Κόκκινη σάλα, όλοι µέσα στην Πόλη θα σε σχολιάσουνε.

– Κόκκινο, ναι, είπε. Με µια µπορντούρα από λουλούδια εκεί ψηλά.

– ∆εν είναι για τα σπίτια µας αυτά. Κόκκινοι τοίχοι, τι είναι εδώ;

– Το σπίτι µου! είπε και δεν ξαναµίλησε.

(από το διήγημα «Η ζωγραφιά»)