Η διήμερη Διάσκεψη Κορυφής για τη Δημοκρατία με οικοδεσπότη τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν δεν είναι μόνο μια διαδικτυακή συνάντηση για να δείξουν οι ηγέτες της Δύσης ότι οι δημοκρατίες μπορούν να βελτιώσουν τη ζωή των πολιτών τους και να δώσουν απαντήσεις στα μεγάλα προβλήματα του πλανήτη, όπως έγραφε η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου με την οποία παρουσιάστηκε η εν λόγω πρωτοβουλία του πλανητάρχη το καλοκαίρι. Εχει τη δυνατότητα να γίνει και μια εναλλακτική του G20. Είναι, δηλαδή, μια σημαντική κίνηση στη διεθνή σκακιέρα για όποιον λαμβάνει μέρος.

Ο δε αποκλεισμός της «Διεθνούς του αυταρχισμού» από τις εργασίες της – για παράδειγμα, Κίνα, Ρωσία, Ουγγαρία και Τουρκία δεν βρίσκονται ανάμεσα στις 110 προσκεκλημένες χώρες – είναι μια απόπειρα να χαραχθεί μια αρκετά καθαρή γραμμή ανάμεσα στα πραγματικά δημοκρατικά κράτη και τα απολυταρχικής φύσης καθεστώτα – τις λεγόμενες «ανελεύθερες δημοκρατίες». Ενα νοητό σύνορο μεταξύ των ηγεσιών που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, τους ενεργούς πολίτες και τους δημοκρατικούς θεσμούς κι εκείνων που υποσκάπτουν τα κεκτημένα αιώνων.

Η Ελλάδα, λοιπόν, με τη συμμετοχή της σ’ αυτή τη Διάσκεψη αποδεικνύει ότι ξαναβρίσκει μια περίοπτη θέση στον δυτικό κόσμο. Μια θέση ανάμεσα σ’ εκείνους που γνωρίζουν ότι η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα για το οποίο όλοι οφείλουν να κοπιάζουν καθημερινά για την ευημερία του συνόλου.