Την περασμένη Τετάρτη έγιναν στο Μουσείο Μπενάκη τα εγκαίνια της έκθεσης για τα 100 χρόνια των μπισκότων Παπαδοπούλου. Δεν την έχω επισκεφθεί ακόμη, αλλά η αναφορά αυτής της επιχείρησης μου προκαλεί, από τότε που έμαθα πώς ξεκίνησε, και άλλου είδους συνειρμούς πέρα από τις παιδικές γευστικές μνήμες, τις κλεισμένες σε ζωγραφιστά μεταλλικά κουτιά. Η ιστορία της Μαρίας Παπαδοπούλου θα μπορούσε να γίνει μίνι σίριαλ στο Netflix. Θα ξεκινούσε στα μέσα της δεκαετίας του 1910, στο σπίτι της στην Κωνσταντινούπολη, εκεί όπου, όταν έψηνε τα βουτυρένια μπισκότα της, μοσχομύριζε η γειτονιά. Με μια ξύλινη σφραγίδα που έγραφε, κατά τη γαλλική ζαχαροπλαστική μόδα της εποχής, «Πτι Μπερ» τούς έδινε ένα είδος «εμπορικής ταυτότητας» και τα τρία αγόρια της, όταν τελείωναν τα σχολικά τους διαβάσματα, τα πουλούσαν, με τάβλες, στις κοντινές συνοικίες. Η Μικρασιατική Καταστροφή όμως δυσκόλεψε τη ζωή των Ελλήνων της Πόλης. Αναγκεμένη η κυρία Μαρία, χωρίς συγκεκριμένες προοπτικές, έβαλε τους γιους της σε ένα πλοίο με προορισμό τη Μασσαλία. Οταν έπιασε Πειραιά, κατέβηκε για μια βόλτα. Κάθισε σε ένα καφενείο και ζήτησε τσάι με μπισκότα. Αλλά τότε, στην Ελλάδα, μόνο τα παξιμάδια ήξεραν. Ετσι, της ήρθε η ιδέα που άλλαξε μια ζωή, μια οικοτεχνία αλλά και τη γευστική κουλτούρα μιας χώρας. Κατέβασε τα παιδιά από το πλοίο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και σε ένα προσφυγικό σπίτι στήθηκαν τα θεμέλια μιας βιομηχανίας που, εδώ και έναν αιώνα, αποτελεί κεφάλαιο του υλικού μας πολιτισμού.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ